Η δεκαετία του 60 με τα μάτια του Σαββόπουλου

 

Ήταν η δεκαετία που επέτρεψε στους ανθρώπους να ονειρευτούν. Ο Διονύσης Σαββόπουλος περιγράφει, ειδικά για τη το κλίμα της παραφοράς (κρασί, τριαντάφυλλα και επανάσταση) και σε αντιδιαστολή τη στεναχώρια της Ελλάδας που ασφυκτιούσε, πυρακτωμένη, ανάμεσα στο μυστρί του Πατακού και το συρτάκι του Δαλιανίδη.

Μετά τον πόλεμο, μετά τον εμφύλιο, εδώ στην Ελλάδα ο κόσμος είδε παρά πολλά πτώματα και συντηρητικοποιήθηκε, φοβήθηκε. Μεγαλώναμε μέσα σε σπίτια φοβισμένων ανθρώπων. «Τι ώρα θα γυρίσεις;», «Ποιους βλέπεις;». Αυτό όμως ήταν τρομερά καταπιεστικό για εμάς που τότε ήμασταν παιδιά: «Τι ώρα είναι αυτή που γύρισες;», «Ποιοι είναι οι φίλοι σου;», «Τα μαλλιά γιατί τα έχεις έτσι;». Αισθανόσουν μεν μία θαλπωρή, γιατί υπήρχε ακόμα η γειτονιά, η ενορία, η εκκλησία, το σπίτι, το σόι, οι θείοι, και ταυτόχρονα αισθανόσουν μία τεράστια ανάγκη εξόδου από αυτά τα πράγματα. Να σηκωθείς να φύγεις. Όταν ήμασταν 19 και 20 χρόνων προτιμούσαμε να βγούμε έξω στον δρόμο να ζητιανεύουμε, να βρούμε μία δουλειά -ό,τι δουλειά να είναι- παρά να κάτσουμε με τη μάνα μας. Μου κάνει εντύπωση που τώρα συμβαίνει το αντίθετο, δεν φεύγουν από το σπίτι τους και είναι και 30 χρόνων παιδιά. Αυτό που εγώ το έκανα δίσκο, «Το φορτηγό», δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο τότε, το παιδί που φεύγει, κάνει οτοστόπ για να φτάσει στη μεγάλη πόλη. Ούτε είχα κανέναν συγκεκριμένο στόχο, τι θα κάνω φεύγοντας. Ήθελα να φύγω από το σπίτι μου, να αλητέψω, αυτή είναι η αλήθεια.

 

Για μένα αυτή η μουσική, οι Animals ας πούμε, την οποία άκουγα το ’63, περιείχε μία λύσσα την οποία καταλάβαινα παρά πολύ καλά. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, ήθελα να συνδυάσω το ελληνικό και το ξένο. Όχι ότι δεν μου άρεσε ο Θεοδωράκης ή ο Χατζιδάκις. Μου άρεσαν και με επηρέασαν παρά πολύ, αλλά ένιωθα πολύ έντονα την ανάγκη ενός τραγουδιού που να είναι άμεσο και να τολμά να πει πράγματα, τα οποία δεν λέγονταν τότε σε ένα τραγούδι. Με ενδιέφερε πολύ η μουσική που έκαναν οι Stones ή τα μεγάλα συγκροτήματα, τα οποία τα άκουγα και τα παρακολουθούσα. Με έχουν επηρεάσει παρά πολύ. Βέβαια, οι ειδικοί, που ασχολούνταν με αυτήν τη μουσική, την ξένη, ο Μαστοράκης, ο Πετρίδης, ο Κογκαλίδης, την παρουσίαζαν ως χορευτική νεανική μόδα, δεν αντιλαμβάνονταν τότε τι στην πραγματικότητα ήταν.

Έκαναν εκπομπές με top, ποιο έρχεται πρώτο, ποιο έρχεται δεύτερο. Σαν να είναι μία ιπποδρομία. Όχι ότι αυτό δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η ουσία αυτής της μουσικής. Επρόκειτο για αληθινή έκφραση μιας καινούργιας ανάγκης να μπορέσουμε να πούμε αυτό που έχουμε μέσα μας. Λέγεται δεν λέγεται, εγώ θα το πω. Πραγματικά, το φαινόμενο ήταν περίεργο. Είχαμε μία μουσική από τον Πρίσλεϊ και μετά, που αυτοί οι οποίοι ήταν κάτω από τα 25 την καταλάβαιναν πολύ καλά και τη γλεντούσαν και αυτοί που ήταν πάνω από τα 25 την έβρισκαν εντελώς ακατανόητη. Έλεγαν «μα τι ακούτε;». Αυτό δεν είχε ξαναγίνει, γιατί παλιά δεν υπήρχε μουσική για νέους, η μουσική ήταν μία, τα τραγούδια τα άκουγαν όλοι. Άκουγαν Βέμπο οι γονείς μας, Βέμπο ακούγαμε και εμείς, δεν ακούγαμε κάτι άλλο. Αυτό το περίεργο φαινόμενο λοιπόν, το ροκ, δημιούργησε την εντύπωση ότι φτιάχτηκε μία μουσική για νέους, μα τώρα που πέρασαν τα χρόνια βλέπουμε ότι αυτό δεν ήταν μουσική για νέους, ήταν ένα κλασικό είδος, ένα αναγεννησιακό γεγονός, το οποίο απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις ηλικίες και όλα τα στρώματα.

Είχες την εντύπωση ότι τα πάντα είναι δυνατά, ότι τα πάντα μπορούν να ειπωθούν. Το ’60 εγώ ήμουν 15 ετών και αναρωτιόμουν «γιατί το τραγούδι να λέει μόνο ερωτικά θέματα, δεν μπορεί να φιλοσοφεί; Δεν μπορεί να στοχάζεται; Να μιλάει για την πολιτική ή για την ύπαρξη;». Προσπάθησα να κάνω τέτοια τραγούδια και από την αποδοχή που είχαν, συμπέρανα ότι κάτι παρόμοιο σκεφτόντουσαν και οι άλλοι. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο συνέβαινε διεθνώς. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολύ πριν γίνει το «Berkley» ή ο «Μάης του 1968», στην Ελλάδα υπήρχε το 1-1-4. Ξεκινάει το 1963 ως μια σειρά από φοιτητικά αιτήματα, για το πάσο στα λεωφορεία ή για βελτιώσεις στη φοιτητική εστία, αλλά πολύ γρήγορα περνάει σε ένα αίτημα αλλαγής του παντός – πριν κλείσει χρόνος οι διαδηλώσεις ζητούσαν15% για την Παιδεία, δημοκρατία, τήρηση του συντάγματος. Το τραγούδι που ήταν της μόδας τότε στο εξωτερικό ήταν το τραγούδι διαμαρτυρίας. Εδώ ήμασταν ακόμα σε μία κατάσταση που φοράνε κορδέλα στο μέτωπο και χορεύουν συρτάκι μπροστά στην Ακρόπολη, όπως στις ταινίες του Δαλιανίδη. Εγώ, έχοντας γράψει ήδη εκείνο το τραγούδι, «Βιετνάμ γιε, γιε», καθόμουν και ονειρευόμουν, «Ε ρε, να ήμουν στην Αμερική τώρα, θα γινόμουν number one, θα γνωριζόμουν με την Τζέιν Φόντα, με τη Φέι Ντάναγουεϊ» και ξυπνάω και είναι Χούντα κι από πάνω μου δεσμοφύλακας από τη Γορτυνία και με βαράει, διότι βρισκόμασταν στην Μπουμπουλίνας. Με βαράνε να ομολογήσω, δηλαδή τι να ομολογήσω ο τροβαδούρος; Δεν τους κρατάω κακία, διότι εγώ με την καλή μου την καρδιά, ακόμα και μέσα στο μπουντρούμι, σκάρωνα τραγουδάκια. Ένα μπερντάχι ξύλο, τσουπ η «Θεία Μάνου», ένα άλλο μπερντάχι και να το «Αν βγω από αυτήν τη φυλακή…». Ολόκληρο long play φτιάξαμε η Ασφάλεια και εγώ. Είμαστε πια στο ’67.

Βρεθήκαμε στο Παρίσι με την Άσπα, με πλαστά χαρτιά, εγώ δηλαδή, όχι η Άσπα. Αυτό που μου έκανε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν το πώς φτιάχνεται ένα οδόφραγμα. Οι λεωφόροι στο Παρίσι είναι λιθόστρωτες, τα λεγόμενα «παβέ», εάν ξυλώσεις έναν λίθο, ξεκολλάνε όλοι. Φτιάχνουν λοιπόν ένα χαμηλό τείχος και μετά κόβουν δεξιά και αριστερά αυτά τα τεράστια δέντρα που υπάρχουν στο Σεν Μισέλ με αλυσοπρίονο, τα οποία διασταυρούμενα πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο, πάνω στο χαμηλό τείχος και δημιουργούν ένα πελώριο φράγμα. Μάλιστα, μερικές φορές απαλλοτριώνουν κι ένα αυτοκίνητο και το ανεβάζουν και αυτό επάνω. Μετά από 200 μέτρα γίνεται το ίδιο. Οι υπερασπιστές του οδοφράγματος, όταν δεν αντέχουν άλλο τις επιθέσεις της Αστυνομίας, βάζουν φωτιά στο οδόφραγμα και οπισθοχωρούν στο επόμενο, δηλαδή για να καθαρίσει ο δρόμος μπορεί να χρειαστούν μέρες, για την Αστυνομία. Και εκεί το πράγμα ξεκίνησε από τους φοιτητές στην Ναντέρ. Δεν επέτρεπαν στις φοιτήτριες να φοράνε παντελόνια -πολύ απαρχαιωμένο το σύστημα- και οι πόρτες της φοιτητικής εστίας έκλειναν στις εννέα. Έλα τώρα πες σε παιδιά του ’68 ότι πρέπει να μαζεύονται μέσα στις εννέα η ώρα. Από κάτι τέτοια πράγματα ξεκίνησε η ιστορία. Δεν δώσαμε και καμία ιδιαίτερη σημασία, όταν όμως κάποιος σκέφτηκε να στήσει οδόφραγμα, τότε ανατρίχιασε όλη η Γαλλία. Έχουν τεράστια σημασία οι συμβολισμοί. Τους ήρθε στη μνήμη η Κομμούνα του 1870, από τότε είχε να γίνει οδόφραγμα στο Παρίσι. Αν ο Αλέξης Γρηγορόπουλος δεν είχε δολοφονηθεί εκεί κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά κάπου στη Νέα Ιωνία ή στην Κηφισιά, δεν θα γινόταν η ίδια φασαρία. Πιο πολύ με είχε αγγίξει η δύναμη των συμβολισμών, το οδόφραγμα, το πώς φτιάχνεται, το πώς κινητοποιείται η Γαλλία εξαιτίας του. Έμπαινες μέσα σε μία μεγάλη αυλή που ήταν οι «Σορβόνη» και στη μέση ήταν ένα πιάνο με ουρά και κάποιος έπαιζε. Ήταν κάτι παρά πολύ όμορφο, το ζήλευα. Ή ακουγόντουσαν παρά πολύ έξυπνα συνθήματα. Νιώθαμε ότι αλλάζουμε τον κόσμο, κάτι το οποίο με φόβιζε κιόλας, γιατί ανοιγόταν μπροστά σου το άγνωστο. Ήμουν μεν εκεί, αλλά ήμασταν διστακτικοί εγώ και η Άσπα διότι δεν είχαμε χαρτιά και κινδυνεύαμε με απέλαση. Αυτό, πάντως, ότι αλλάζει ο κόσμος, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος, το άκουγες ακόμα και μέσα στο σόλο μίας ηλεκτρικής κιθάρας. Ήταν σαν να σου λέει «Θα γίνει καλύτερος και θα τον κάνουμε εμείς», μία απόλυτη βεβαιότητα. Ότι τα πάντα είναι δυνατά. Freedom και μαζί με αυτό και love, Woodstock και μπάφοι.

ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Ομάδα ενημέρωσης Pame.gr

View all posts by ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *