Το Pame.gr εύχεται το μήνυμα της αναστάσεως να φωλιάσει στις ψυχές όλου του κόσμου

Το Pame.gr σας εύχεται καλή ανάσταση και καλό Πάσχα! Το μήνυμα της αναστάσεως ας είναι φέτος το κυριώτερο μήνυμα που θα λάβουμε ως άνθρωποι.Η ελπίδα να δωλιάσει στις ψυχές όλων των ανθρώπων.

 

Η Ανάσταση του Χριστού είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία. Είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Οι άλλες θρησκείες έχουν αρχηγούς θνητούς, ενώ Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο αναστημένος Χριστός. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως, η ανάπλαση του ανθρωπίνου γένους, η βίωση της εσχατολογικής πραγματικότητος. Όταν μιλούμε για την Ανάσταση δεν την ξεχωρίζουμε από τον Σταυρό, αφού Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο πόλοι του λυτρωτικού βιώματος, όπως προσευχόμαστε στην Εκκλησία, “διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον υμνούμεν την ανάστασιν αυτού”, ή όπως ψάλλουμε, “τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν Σου Ανάστασιν δοξάζομεν”.

Στην Εκκλησία κάνουμε διαρκώς λόγο για την Ανάσταση του Χριστού που έχει μεγάλη σημασία για την ζωή του πιστού. Δεν πιστεύουμε σε κοινωνικές επαναστάσεις, αφού το μεγαλύτερο καλό στην Οικουμένη προήλθε από την Ανάσταση και όχι από κάποια ανθρώπινη κοινωνική επανάσταση. Κι αν συσχετίσουμε την Ανάσταση με την αληθινή επανάσταση, τότε βρισκόμαστε στην αλήθεια, από την άποψη ότι δια της Αναστάσεως του Χριστού ο άνθρωπος επανήλθε στην αρχική του θέση και ανέβηκε ακόμη ψηλότερα. Η λέξη επανάσταση προέρχεται από το ρήμα επανίστημι, που σημαίνει επανέρχομαι στην προηγούμενη θέση. Αυτή η επανόρθωση, η αποκατάσταση του ανθρώπου έγινε με την Ανάσταση του Χριστού.

Ο Απόστολος Παύλος σαφώς διακηρύσσει: “Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών” (Α’ Κορ. ιε’, 17). Η αληθινότητα και η δυναμικότητα της πίστεως οφείλεται στο λαμπρό γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Χωρίς αυτήν οι Χριστιανοί είναι “ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων” (Α’ Κορ. ιε’, 19).

α’ Γιατί η Ανάσταση του Χριστού εικονογραφείται με την κάθοδο στον Άδη

Η Ανάσταση του Χριστού εορτάζεται από την Εκκλησία από την στιγμή της καταβάσεώς Του στον Άδη, όπου ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης από το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Έτσι την πανηγυρίζει η Εκκλησία μας. Στα λειτουργικά κείμενα φαίνεται καθαρά ότι ο πανηγυρισμός της Αναστάσεως αρχίζει από την Μ. Παρασκευή, όπως το βλέπουμε στην ακολουθία του όρθρου του Μ. Σαββάτου, όπου γίνεται και η περιφορά του Επιταφίου. Και οι ομιλίες των Πατέρων κατά την Μ. Παρασκευή στην πραγματικότητα είναι αναστάσιμες και νικητήριες.

Αυτό φαίνεται και από την ιερή αγιογραφία της Αναστάσεως. Η Εκκλησία καθόρισε να θεωρήται ως πραγματική εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού η κάθοδός Του στον Άδη. Βέβαια, υπάρχουν και εικόνες της Αναστάσεως που περιγράφουν την εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες και τους Μαθητάς, αλλά η κατ’ εξοχήν εικόνα της Αναστάσεως είναι η συντριβή του θανάτου, που έγινε με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όταν η ψυχή μαζί με την θεότητα κατήλθε στον Άδη και ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που τον περίμεναν ως Λυτρωτή.

Η εικονογράφηση της Αναστάσεως με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη γίνεται για πολλούς και σοβαρούς θεολογικούς λόγους. Πρώτον, γιατί κανείς δεν είδε τον Χριστό την ώρα που αναστήθηκε, αφού εξήλθε από τον τάφο “εσφραγισμένου του μνήματος”. Ο σεισμός που έγινε και η κάθοδος του αγγέλου που σήκωσε την πλάκα του τάφου, έγινε για να βεβαιωθούν οι Μυροφόρες γυναίκες ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Δεύτερον, γιατί, όταν η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήλθε στον Άδη, συνέτριψε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, αφού με τον δικό Του θάνατο νίκησε τον θάνατο. Φαίνεται καθαρά στην Ορθόδοξη Παράδοση, ότι με τον θάνατο του Χριστού καταργήθηκε ολοκληρωτικά το κράτος του θανάτου. Άλλωστε, ψάλλουμε στην Εκκλησία: “Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας…”.

Η θριαμβευτική νίκη Του εναντίον του θανάτου έγινε ακριβώς την ώρα που η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήργησε τον θάνατο. Τρίτον, ο Χριστός με την κάθοδό Του στον Άδη ελευθέρωσε τον Αδάμ και την Εύα από τον θάνατο. Έτσι, όπως δια του Αδάμ προήλθε η πτώση ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, αφού αυτός είναι ο γενάρχης μας, έτσι δια της αναστάσεως του Αδάμ γευόμαστε τους καρπούς της αναστάσεως και της σωτηρίας. Λόγω της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως ό,τι έγινε στον προπάτορα έγινε σε όλη την ανθρώπινη φύση.

Γι’ αυτούς τους λόγους η χαρακτηριστικότερη εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού θεωρείται η κάθοδός Του στον Άδη, αφού, άλλωστε, όπως θα δούμε και στα επόμενα, η ουσία της εορτής της Αναστάσεως είναι η νέκρωση του θανάτου και η κατάργηση του διαβόλου: “Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν”, ψάλλουμε στην Εκκλησία. Η καθαίρεση του Άδου και η νέκρωση του θανάτου είναι το βαθύτερο νόημα της αναστασίμου εορτής.

β’Τί είναι ο Άδης

Το ερώτημα είναι τί ακριβώς εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για τον Άδη και την κάθοδο του Χριστού σε αυτόν. Υπάρχουν πολλά χωρία τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, που αναφέρονται στον Άδη. Δεν θα τα παραθέσω όλα εδώ, γιατί ο σκοπός είναι να παρουσιασθή η διδασκαλία περί της νεκρώσεως και καταργήσεως του Άδου.

Είναι χαρακτηριστικό ένα χωρίο που παρουσιάζει τον λόγο του Χριστού: “Και σύ, Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση” (Ματθ. ια’, 23). Εδώ σαφώς ο Χριστός χρησιμοποιεί την εικόνα του Άδου σε αντίθεση με τον ουρανό, ο οποίος ταυτίζεται με την δόξα της Καπερναούμ, που αξιώθηκε να δη τον Θεάνθρωπο Χριστό, οπότε ο Άδης σημαίνει την εσχάτη ταπείνωση και πτώση της, επειδή δεν αποδείχθηκε αξία αυτής της μεγάλης δωρεάς.

Η λέξη Άδης στην Καινή Διαθήκη αντιστοιχεί με την Εβραϊκή λέξη (Σεώλ) που ερμηνεύεται ως άντρο, βάραθρο, άβυσσος, και δηλώνει το σκοτεινό και αόρατο βασίλειο των νεκρών, δηλαδή εκεί που ευρίσκονται τα πνεύματα των νεκρών.

Η λέξη Άδης προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Είναι “ο Αΐδης και Αϊδωνεύς, ο Υιός του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός, του Ποσειδώνος, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας”. Κατά την μάχη των Τιτάνων ο Άδης έλαβε μέρος, φορώντας μια περικεφαλαία από δέρμα σκυλιού, που τον έκανε αόρατο από τους άλλους θεούς, και αυτό συνετέλεσε στην νίκη των θεών. Κατά την διανομή του κόσμου με κλήρο ο Άδης έλαβε την κυριαρχία του κάτω κόσμου, του κόσμου των νεκρών, όπου υπάρχει πυκνό σκοτάδι. Παρέμεινε εκεί ο Άδης, δεν βγήκε ποτέ, παρά μόνο μια φορά για να αρπάξη την Κόρη, θυγατέρα της Δήμητρας, και εκεί δέχεται τους νεκρούς, τους οποίους εξουσιάζει και στους οποίους κυριαρχεί.

Φυσικά, τόσο η Παλαιά Διαθήκη, όσο και η Καινή Διαθήκη δεν δέχονται αυτές τις θεωρίες για τον Άδη. Δεν θεωρούν ότι είναι κάποιος Θεός που εξουσιάζει τα πνεύματα των νεκρών, ο οποίος, όπως πιστευόταν στην αρχαία Ελλάδα, μερικές φορές ήταν και αγαθός, αλλά ότι είναι το κράτος και η εξουσία του θανάτου και του διαβόλου. Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σαν ένας χώρος στα κατώτατα μέρη της γης, αλλά αυτό πρέπει να εκληφθή συμβολικά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, κατά τις οποίες η γη βρίσκεται στο μέσον, ο ουρανός πάνω από την γη και ο Άδης στα υποχθόνια ή υποκάτω της γης. Δεδομένου μάλιστα ότι οι ψυχές δεν είναι υλικές, αλλά άϋλες, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Άδη ως έναν ιδιαίτερο τόπο.

Έτσι, λοιπόν, η εικόνα του Άδου χρησιμοποιείται συμβολικά από την Αγία Γραφή για να δηλωθή το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: “επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζήν ένοχοι ήσαν δουλείας” (Εβρ. β’, 14-15). Το κράτος του θανάτου, δηλαδή, ταυτίζεται με την εξουσία του διαβόλου.

Γι’ αυτόν τον λόγο στην Ορθόδοξη Παράδοση ο Άδης δεν είναι απλώς ένας ιδιαίτερος τόπος, αλλά η κυριαρχία του θανάτου και του διαβόλου. Οι ψυχές των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία του διαβόλου και του θανάτου, λέμε ότι βρίσκονται στον Άδη. Με αυτήν την έννοια πρέπει να θεωρούμε την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, ότι, δηλαδή, ο Χριστός μπήκε στην εξουσία του θανάτου, δέχθηκε να πεθάνη, οπότε με την δύναμη της θεότητός Του νίκησε τον θάνατο, τον κατέστησε εντελώς ανίσχυρο και αδύναμο, και έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο, με την δική Του δύναμη και εξουσία, να αποφεύγη την κυριαρχία, την εξουσία και την δύναμη του θανάτου και του διαβόλου.

γ’Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη

Για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη έχουμε μαρτυρία από την Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, στην οποία λέγεται: “Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι, εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν…” (Α’ Πέτρ. γ’, 18-19). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός, με την θεότητά Του, κατέβηκε στην φυλακή των πνευμάτων, δηλαδή των ψυχών, και κήρυξε μετάνοια. Το ίδιο λέγει και σε άλλο σημείο στην ίδια επιστολή: “εις τούτο γαρ και νεκροίς ευηγγελίσθη, ίνα κριθώσι μεν κατά ανθρώπους σαρκί, ζώσι δε κατά Θεόν πνεύματι” (Α’ Πέτρ. δ’ 6).

Στην Παράδοση της Εκκλησίας γίνεται πολύς λόγος για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη με την έννοια ότι εισήλθε μέσα στο κράτος και το βασίλειο του θανάτου. Είναι συνταρακτικά τα τροπάρια που ψάλλονται κατά τον εσπερινό του Πάσχα, τα οποία αρχίζουν με την φράση “σήμερον ο Άδης στένων βοά”. Παρουσιάζουν, δηλαδή, τον Άδη να φωνάζη με στεναγμό. Μεταξύ των άλλων λέγει ότι κατελύθη η εξουσία του, αφού ο Χριστός ελευθέρωσε όλους αυτούς που κατείχε από αιώνων. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια: “κατεπόθη μου το κράτος, ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν, ώνπερ εβασίλευον εστέρημαι, και ούς κατέπιον ισχύσας πάντας εξήμεσα, εκκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς, ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος”.

Πολύ σημαντικός για το σημείο αυτό είναι και ο Κατηχητικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που διαβάζουμε κατά την θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα. Μεταξύ των άλλων λέγεται ότι ο Άδης όταν συνάντησε τον Χριστό “επικράνθη… κατηργήθη… ενεπαίχθη… ενεκρώθη… καθηρέθη… εδεσμεύθη”. Στην συνέχεια λέγεται ότι ο Άδης, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, έλαβε θνητό σώμα και βρέθηκε ενώπιον του Θεού, έλαβε γή-χώμα και συνάντησε ουρανό, έλαβε αυτό που έβλεπε, δηλαδή ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινη φύση, και νικήθηκε από αυτό που δεν έβλεπε, δηλαδή από την θεότητα.

Την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη περιέγραψε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Πάσχα. Θα παρατεθή ολόκληρο, γιατί είναι γνωστότατο: “Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήτους Ιωνάς εξανέστης του τάφου”.

Ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κύπρου, σε σχετική του ομιλία κάνει μια θαυμάσια περιγραφή της καθόδου του Χριστού στον Άδη και όλων εκείνων που συνέβησαν κατ’ αυτήν, ερμηνεύοντας σχετικό ψαλμό του Δαυίδ (Ψαλμ. κγ’, 7-10). Με παραστατικό λόγο λέγει ότι ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη “θεοπρεπώς, πολεμικώς… δεσποτικώς”, συνοδευόμενος όχι από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, αλλά από μύριες, μυριάδες και χίλιες χιλιάδες αγγέλους. Πριν φθάση ο Χριστός στα ανήλια δεσμωτήρια του Άδου προέφθασε όλων ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ για να τους αναγγείλη την έλευση του Χριστού, αφού άλλωστε αυτός ήταν εκείνος που ευηγγελίσθη την Παναγία.

Είπε: “Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών”. Στην συνέχεια φώναξε ο αρχάγγελος Μιχαήλ: “καί επάρθητι πύλαι αιώνιοι”. Οι δυνάμεις των αγγέλων είπαν: “απόστητε, πυλωροί, οι παράνομοι”. Και οι άλλες εξουσίες: “συντρίβητε αι αλύσεις οι άλυτοι… Φοβήθητε, τύραννοι οι παράνομοι”. Εμφανίστηκε ο Χριστός και προξένησε μεγάλο φόβο, ταραχή και φρίκη. Οπότε οι άρχοντες του Άδου φώναξαν δυνατά: “τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;” Τότε όλες οι δυνάμεις των ουρανών φώναξαν: “Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω… Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης” (Ψαλμ. κγ’, 7-10).

Στην συνέχεια ο άγιος Επιφάνιος περιγράφει θαυμάσια την συνομιλία του Αδάμ με τον Χριστό. Ο Αδάμ άκουσε τα βήματα του Χριστού που ερχόταν, όπως τα άκουσε τότε στον Παράδεισο μετά την παράβαση και την παρακοή. Τότε αισθανόταν ταραχή και φόβο, τώρα όμως χαρά και ευφροσύνη. Μετανοημένος ο Αδάμ φώναξε σε όλες τις ψυχές: “Ο κύριός μου μετά πάντων”. Και ο Χριστός απάντησε: “Και μετά του πνεύματός σου”. Και αφού του έπιασε το χέρι, τον ανέστησε, αναφέροντας το τί έκανε για την σωτηρία του, καθώς επίσης για την σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους.

δ’ Γιατί κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη

Από όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως φαίνεται ο σκοπός για τον οποίο ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη. Στην πραγματικότητα εισήλθε μέσα στο κράτος του διαβόλου για να το καταργήση. Θα δούμε κάπως αναλυτικότερα τα αίτια για τα οποία κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη.

Πρώτον, όπως είπαμε μέχρι τώρα, το έκανε για να συντρίψη τις πύλες του Άδου, στην πραγματικότητα για να καταργήση τον θάνατο και το κράτος του διαβόλου. Ήδη το γεγονός αυτό είχε προφητευθή στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Προφητάναξ Δαυίδ είπε: “συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν” (Ψαλμ. ρστ’, 16). Και ο Προφήτης Ησαΐας παρουσιάζει τον λόγο του Θεού: “εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω” (Ησ. με’, 2). Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, επισημαίνει ότι δεν είπε ότι άνοιξε χάλκινες πύλες, αλλά ότι τις συνέτριψε για να γίνη άχρηστο το δεσμωτήριο. Ούτε είπε ότι αφήρεσε τους μοχλούς, αλλά ότι τους συνέθλασε, ώστε να φανή αδύνατη η φυλακή, γιατί εκεί που δεν υπάρχει θύρα, ούτε μοχλός, εκεί κι αν εισέλθη κανείς δεν μπορεί να κρατηθή. Όταν ο Χριστός καταστρέφη και κομματιάζη κάτι, τότε κανείς δεν μπορεί να το επιδιορθώση.

Δεύτερον, κατέβηκε στον Άδη για να κυριεύση και να υποδουλώση τον διάβολο, ο οποίος τότε ήταν άρχοντας του θανάτου και του Άδου. Ο Ίδιος, άλλωστε, κατά την διάρκεια της ζωής Του, δίδασκε ότι δεν μπορεί κανείς να μπή μέσα στην οικία του δυνατού, να αρπάξη τα σκεύη του και να λεηλατήση το σπίτι του, εάν προηγουμένως δεν δέση τον ισχυρό (Ματθ. ιβ’, 29). Έτσι, λοιπόν, με την κάθοδό Του στον Άδη ο Χριστός έδεσε τον διάβολο, που σημαίνει ότι αυτός δεν έχει πια καμμιά εξουσία επάνω στους ανθρώπους.

Τρίτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη για να γεμίση τα πάντα με το φως της θεότητός Του. Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει μια τέτοια διδασκαλία, όταν λέγη: “τό δε ανέβη τί εστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γής; ο καταβάς αυτός εστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα” (Εφ. δ’, 9). Έτσι, η κατάβαση του Χριστού και στα κατώτερα μέρη της γης έγινε για να πληρωθούν τα πάντα από το φως Του, και ουσιαστικά να καταργηθή και το κράτος του θανάτου. Βέβαια, πρέπει να γίνη διάκριση ότι άλλο είναι η ενέργεια του Θεού που πληροί τα πάντα, και άλλο η θεοποιός ενέργεια του Θεού που μετέχεται μόνον από τους θεουμένους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεο-λόγος λέγει ότι έπρεπε να ευρεθούν προσκυνητές του Θεού όχι μόνο στα άνω, αλλά και στα κάτω, ώστε όλα να πληρωθούν και να γεμίσουν από την δόξα του Θεού. Μέσα σε αυτήν την προοπτική είναι γραμμένα και τα τροπάρια της Εκκλησίας μας: “Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης καταπεφοίτηκας εν κατωτάτοις της γής”. Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα ψάλη πανηγυρικά: “Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. Εορταζέτω γούν πάσα Κτίσις την έγερσιν Χριστού εν ή εστερέωται”.

Τέταρτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη, ώστε να επαναληφθούν και να γίνουν και εκεί όσα έγιναν στην γή. Όπως στην γη κήρυξε την ειρήνη, έδωσε άφεση αμαρτιών στους αμαρτωλούς, έδωσε το φως των οφθαλμών στους τυφλούς και έγινε αιτία σωτηρίας για όσους πίστευσαν, αλλά και έλεγχος απιστίας για όσους απείθησαν, το ίδιο έπρεπε να γίνη και στον Άδη, όπου υπήρχαν οι ψυχές αυτών που είχαν πεθάνει, ώστε ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, όλη η ανθρωπότητα να ακούση το λυτρωτικό μήνυμα του Χριστού. Όπως στους κατοικούντας στην γη ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης, έτσι και σε αυτούς που κατοικούσαν στο σκοτάδι και στην σκιά του θανάτου έπρεπε να λάμψη το φως του Θεού (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).

ε’ Πώς ανεγνώρισε ο Άδης τον Χριστό και ποιοί σώθηκαν

Μελετώντας την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, πρέπει να απαντηθούν δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα. Το πρώτον, πώς ο Άδης αναγνώρισε τα τραύματα του Χριστού, αφού ο Χριστός δεν είχε σώμα, αλλά μόνο ψυχή, και δεύτερον, αν σώθηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν στον Άδη αιχμάλωτοι του θανάτου.

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι σχολαστική, αλλά θεολογική, κυρίως δε και προ παντός ανθρωπολογική. Σχετίζεται με το ότι ο Χριστός προσέλαβε ψυχή και σώμα και ήταν ολοκληρωμένος και τέλειος άνθρωπος.

Το ερώτημα αυτό τίθεται γιατί σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Μ. Σαββάτου λέγεται ότι ο Άδης επικράνθη βλέποντας άνθρωπο θνητό που είχε θεωθή και ήταν γεμάτος από τις πληγές του Σταυρού. “Ο Άδης, Λόγε, συναντήσας σοι, επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν, τω φρικτώ της μορφής δε διαπεφώνηκεν”. Δηλαδή, ο Χριστός, καίτοι ήταν γεμάτος από πληγές, ταυτόχρονα ήταν παντοδύναμος.

Είναι γνωστόν ότι στον Άδη κατέβηκε η ψυχή του Χριστού μαζί με την θεότητα, αφού το σώμα μαζί με την θεότητα παρέμεινε στον τάφο. Οπότε, οι πληγές που είχε ο Χριστός ήταν ή πληγές της ψυχής ή πληγές της θεότητος. Το δεύτερο αποκλείεται, οπότε πρέπει να ομολογηθή ότι ήταν πληγές της ψυχής. Αλλά, πώς είναι δυνατόν οι πληγές του σώματος, που έγιναν πάνω στον Σταυρό να θεωρηθούν και πληγές της ψυχής;

Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάλυση ότι κατά την διάρκεια του Πάθους, όταν έπασχε το σώμα, δεν συνέπασχε η θεότητα, αλλά παρέμεινε απαθής. Όμως, μαζί με το σώμα συνέπασχε και η ψυχή του Χριστού. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης εξηγεί ότι άλλες ενέργειες της ψυχής ενεργούν χωρίς την συνέργεια του σώματος, όπως ο νούς, η διάνοια και η δόξα, που ενεργούν και όταν ηρεμή το σώμα, και άλλες ενέργειες της ψυχής, όπως η φαντασία και η αίσθηση δεν μπορούν να ενεργούν χωρίς το σώμα. Έτσι, όταν μαστιγωνόταν το σώμα του Χριστού, τότε οι τύποι και οι αμυδρές φαντασίες των μαστίγων και των παθών χαράσσονταν και στην ψυχή του Χριστού. Επομένως, τα σημάδια του σώματος διαβιβάστηκαν και στην ψυχή, και αυτά είδε ο Άδης.

Άλλωστε, αυτό συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι εκείνοι που έπραξαν τα φαύλα και πονηρά θα αναστηθούν εις ονειδισμόν και αισχύνην “ενορώντες εν εαυτοίς το αίσχος και τους τύπους των αμαρτημένων”.

Πραγματικά, αυτή η αισχύνη είναι φοβερωτέρα του σκότους και του πυρός του αιωνίου, αφού, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, πάντοτε θα υπάρχουν στην μνήμη της ψυχής τα ίχνη της αμαρτίας που έγιναν με το σώμα τους, σαν μια βαφή που δεν ξεπλένεται και δεν ξεβάφει ποτέ. Ίσως μέσα σε αυτή την προοπτική μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πώς ο πλούσιος στον Άδη είδε και γνώρισε την ψυχή του Λαζάρου, κατά την σχετική παραβολή του Χριστού.

Στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να πούμε ότι με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι δίκαιοι, όσοι είχαν φθάσει, κατά διαφόρους βαθμούς, στην θέωση. Ο άγιος Επιφάνιος θα πη ότι δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι πιστεύσαντες. Και αυτό πρέπει να ερμηνευθή από την άποψη ότι αναγνώρισαν τον Χριστό όσοι είχαν κοινωνία με τον άσαρκο Λόγο, όσο ζούσαν στην ζωή.

Ξέρουμε από άλλες διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και της πατερικής Παραδόσεως ότι ο φωτισμός και η θέωση υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη για όσους αξιώθηκαν να δούν τον άσαρκο Λόγο και είχαν φθάσει στην θέωση, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό πήγαιναν στον Άδη. Ο Χριστός με την κάθοδό Του σε αυτόν κατήργησε το κράτος του θανάτου και όσοι είχαν κοινωνία μαζί Του πίστευσαν ότι Αυτός είναι δυνατός και κραταιός, ο σωτήρ των ανθρώπων, και έτσι ελευθερώθηκαν.

στ’ Η αξία του Μ. Σαββάτου

Η ημέρα του Μ. Σαββάτου, όταν η ψυχή του Χριστού με την θεότητα βρισκόταν στον Άδη και το σώμα μαζί με την θεότητα βρισκόταν στον τάφο, οπότε νικήθηκε το κράτος του διαβόλου και του θανάτου, θεωρείται μεγάλη ημέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού συνδέεται με την ημέρα της Κυριακής.

Στα λειτουργικά κείμενα συσχετίζεται η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, κατά την οποία ο Θεός μετά την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου “κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού”, με την ημέρα του Μ. Σαββάτου, κατά την οποία κατέπαυσε και ο Χριστός από όλα εκείνα που έκανε για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό, όπως ψάλλουμε, “τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον”.

Στο βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε όλον τον κόσμο και τον άνθρωπο σε έξι ημέρες, κατά την εβδόμη ημέρα αναπαύθηκε από τα έργα που έκανε. Γράφει ο Μωϋσής: “Και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν, ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι” (Γεν. β’, 3).

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μωϋσής καθόρισε, ώστε την εβδόμη ημέρα, το Σάββατο, που ερμηνεύεται ανάπαυση, να αναπαύωνται οι Ιουδαίοι και να αφιερώνεται η ημέρα στην λατρεία και την προσευχή. Η εντολή ήταν σαφής: “Και η ημέρα η πρώτη κληθήσεται αγία, και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυταίς, πλην όσα ποιηθήσεται πάση ψυχή, τούτο μόνον ποιηθήσεται υμίν” (Εξ. ιβ’ 16).

Υπάρχει ερμηνεία κατά την οποία η εντολή της αργίας του Σαββάτου δόθηκε από τον Θεό κυρίως και προπαντός για την ανάπλαση και ανακαίνιση του ανθρώπου που θα γινόταν με την θυσία και τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου. (Ιωσήφ Καλοθέτης). Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι η αρχή της αναπλάσεως και ανακαινίσεως έγινε την ημέρα του Μ. Σαββάτου, αλλά η φανερά και αισθητή αρχή της παλιγγενεσίας έγινε την ημέρα της Κυριακής, όταν ο Χριστός αναστήθηκε αισθητώς από τον τάφο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Γι’ αυτό και εμείς, καίτοι τιμούμε το Σάββατο, εν τούτοις τιμούμε περισσότερο την Κυριακή, που την θεωρούμε κυρίως ημέρα αναπλάσεως και αναδημιουργίας. Σεβόμαστε, πάντως και το Σάββατο, κατά τον λόγο του αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: “Σεβαστέον ουν τούτο το Σάββατον, ως ημέραν της καθ’ ημάς αναπλάσεως”.

Ο σαββατισμός στην ορθόδοξη Παράδοση έχει και μια άλλη σημασία. Στην ουσία συνιστά την κατάπαυση του ανθρώπου, τον ησυχασμό, την λεγομένη ιερά ησυχία με όλο το περιεχόμενό της. Ο Απόστολος Παύλος, αφού αναφέρει ότι ο σαββατισμός είναι απαραίτητος για τον λαό του Θεού, συνιστά: “Σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν” (Εβρ. δ’, 11). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πη ότι όταν ο άνθρωπος απομακρύνη κάθε λογισμό από τον νού και όταν με επιμονή και αδιάλειπτη προσευχή ο νούς επιστρέψη μέσα στην καρδιά, τότε εισέρχεται στην θεία κατάπαυση, δηλαδή στην θεοπτία, στην θεωρία του Θεού.

Αυτή η κατάπαυση, αυτός ο ησυχασμός δεν είναι αδράνεια, αλλά μεγάλη κίνηση. Όπως ο Θεός, καίτοι κατέπαυσε την εβδόμη ημέρα, εν τούτοις όμως εξακολουθούσε να διευθύνη τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, έτσι και ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής θεωρίας, κάνει το μεγαλύτερο έργο, ενώνεται με τον Θεό και στην συνέχεια αγαπά ό,τι αγαπά και ο Θεός. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να ζήση κανείς την Ανάσταση του Χριστού μέσα από την δική του κατάπαυση, δηλαδή μέσα από τον δικό του ησυχαστικό τρόπο ζωής. Όσο κανείς εισέρχεται στον θείο σαββατισμό, στην θεία κατάπαυση τόσο και βιώνει την ανάσταση. Η ευχή “καλή ανάσταση” πρέπει να συνοδεύεται και να ακολουθή από την ευχή “καλή κατάπαυση”.

ζ’ Η τριήμερη έγερση του Χριστού

Κάποτε ο Χριστός αναφέρθηκε παραβολικά στην εκ νεκρών τριήμερη Ανάστασή Του, όταν είπε: “λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν”. Οι Ιουδαίοι νόμιζαν ότι μιλούσε για τον ναό του Σολομώντος, που έκανε σαράντα έξι χρόνια για να κτισθή. Όμως, “εκείνος έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού”. Μάλιστα, ακόμη και οι ίδιοι οι Μαθητές το κατάλαβαν ύστερα από την ανάστασή Του (Ιω. β’, 19-22).

Και άλλες φορές ο Χριστός μιλούσε καθαρά για την τριήμερη ανάστασή Του: “Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον Υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι από των πρεσβυτέρων και των αρχιερέων και των γραμματέων, και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι” (Μάρκ. η’, 31). Τόσο πολύ είχε διαδοθή αυτή η διδασκαλία, ώστε οι ευρισκόμενοι κατά την σταυρική θυσία στον Γολγοθά τον βλασφημούσαν λέγοντας: “ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν” (Ματθ. κζ’, 40). Επίσης, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι ζήτησαν από τον Πιλάτο να σφραγίση τον τάφο, γιατί θυμήθηκαν ότι ο Χριστός όσο ζούσε είπε: “μετά τρεις ημέρας εγείρομαι” (Ματθ. κζ’, 63).

Όλοι λέμε ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον τάφο μετά από τρεις ημέρες. Μιλώντας, βέβαια, για Ανάσταση δεν εννοούμε ότι πέθανε η θεότητα, αλλά ότι η ψυχή, που χωρίστηκε από το σώμα, χωρίς να χωρισθή η θεότητα, επανήλθε πάλι στο σώμα, και έτσι αναστήθηκε από τον τάφο. Δημιουργείται όμως ένα πρόβλημα σχετικά με τις τρεις ημέρες. Από πότε υπολογίζονται και πώς προσμετρώνται, αφού γνωρίζουμε ότι ο Χριστός πέθανε την τρίτη απογευματινή της Μ. Παρασκευής και αναστήθηκε τις πρωϊνές ώρες της Κυριακής.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ερμηνεύει ότι πραγματικά έχουμε τρεις νύκτες και τρεις ημέρες κατά τις οποίες ο Χριστός βρισκόταν στον τάφο. Ερμηνεύοντας τα περιστατικά της σταυρώσεως λέγει ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός κάλεσε το σκοτάδι νύκτα και το φως ημέρα. Έτσι, λοιπόν, το σκοτάδι που έγινε κατά τον καιρό της σταυρώσεως, από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, είναι νύκτα, αφού δεν σκοτίστηκε ο ήλιος από κάποιο σύννεφο που κάλυψε την ηλιακή ακτίνα. Έτσι περιέπεσε σκοτάδι σε ολόκληρη την γη, αφού εξέλειπε η φωτιστική ενέργεια που πηγάζει από το ηλιακό σώμα. Από τις τρεις η ώρα μέχρι την κανονική δύση της Παρασκευής έχουμε ημέρα. Οπότε συμπληρώθηκε η πρώτη νύκτα και ημέρα. Στην συνέχεια έχουμε την νύκτα της Παρασκευής και την ημέρα του Σαββάτου, που υπολογίζεται ως δεύτερη νύκτα και ημέρα. Και τέλος η νύκτα του Σαββάτου και η αρχή, τα ξημερώματα της Κυριακής, οπότε αναστήθηκε ο Χριστός, απαρτίζουν την τρίτη νύκτα και ημέρα.

Ο άγιος ιερομάρτυς Αναστάσιος ο Σιναΐτης δίνει μια άλλη ερμηνεία, που κινείται περίπου στα ίδια πλαίσια. Λέγει ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη η ημέρα αριθμείται αφού συνυπολογισθή και η εσπέρα. Στο βιβλίο της Γενέσεως λέγεται: “Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ ημέρα μία” (Γεν. α’, 5). Επίσης, από το μέρος υπολογίζεται και το όλο.

Επομένως, κατά τον άγιο Αναστάσιο, η ώρα που πέθανε ο Χριστός, ως τμήμα της ημέρας της Παρασκευής, που άρχισε από την Πέμπτη το απόγευμα, εντάσσεται στην πρώτη ημέρα. Το βράδυ της Παρασκευής και η ημέρα του Σαββάτου υπολογίζεται ως δεύτερη ημέρα, και το βράδυ του Σαββάτου μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής όταν αναστήθηκε ο Χριστός, επειδή αποτελείται και από τμήμα της ημέρας της Κυριακής, θεωρείται ως τρίτη ημέρα.

Προσωπικά πιστεύω ότι η ερμηνεία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θεωρείται πιο ευπρόσδεκτη, χωρίς να αποκλείεται και η ερμηνεία του αγίου Αναστασίου. Πάντως, ο Χριστός παρέμεινε τρεις ημέρες και τρεις νύκτες στον τάφο.

Είναι σημαντικός και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες και όχι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Θα μπορούσε, δηλαδή, ο Χριστός να αναστηθή αμέσως μετά τον θάνατό Του στον Σταυρό, αλλά αναστήθηκε τριήμερος για να πιστοποιηθή το μυστήριο του θανάτου, το οποίο διαφορετικά θα μπορούσε να αμφισβητηθή. Δεν παρέμεινε περισσότερο χρόνο για να μη συκοφαντηθή το μυστήριο της αναστάσεως στο διάμεσο χρονικό διάστημα. Γιατί, όσο αργούσε τόσο και θα δημιουργούσε προβλήματα και ερωτήματα στους Ιουδαίους και τους Μαθητάς (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Γι’ αυτό, το διάστημα των τριών ημερών ήταν το πιο κατάλληλο για να μην αμφισβητηθή το μυστήριο του θανάτου, ούτε και να κατηγορηθή το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού.

η’ Η αξία της Κυριακής

Ο Χριστός αναστήθηκε τις πρωϊνές ώρες της Κυριακής. Δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό χρόνο της Αναστάσεώς Του, αφού κανείς δεν τον είδε την ώρα εκείνη, αλλά πιστοποιήθηκε όταν βαθειά χαράματα οι Μυροφόρες γυναίκες πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Έτσι, η Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού. Εάν ο Χριστός το Σάββατο νίκησε το κράτος του θανάτου, την Κυριακή πιστοποιήθηκε σε όλους η Ανάστασή Του, ότι Αυτός είναι ο νικητής του θανάτου και του διαβόλου.

Η ημέρα της Κυριακής στον λεγόμενο εβδομαδικό χρόνο είναι η πρώτη ημέρα από την οποία αριθμείται η εβδομάδα, αλλά και η ογδόη, επειδή βρίσκεται μετά το τέλος της εβδόμης ημέρας, δηλαδή μετά το Σάββατο. Στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σημαντική ημέρα, αφ’ ενός μεν γιατί είναι η πρώτη ημέρα της δημιουργίας του κόσμου, κατά την οποία έγινε το φώς, αφ’ ετέρου δε γιατί και αυτή θεωρείται αγία κατά την εντολή: “επτά ημέρας προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω, και η ημέρα η ογδόη κλητή αγία έσται υμίν, και προσάξατε ολοκαυτώματα τω Κυρίω. (Λευιτ. κγ’, 36).

Ο Μωϋσής την πρώτη ημέρα δεν την αποκαλεί πρώτη, αλλά μία. Καί, ερμηνεύοντας ο Μ. Βασίλειος, λέγει ότι την αγία Κυριακή, κατά την οποία αναστήθηκε ο Χριστός, την ονομάζει μία ημέρα για να οδηγήση την έννοιά μας προς την μέλλουσα αιώνια ζωή. Τώρα η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος αιώνος, τότε όμως θα είναι αυτός ο ίδιος ο όγδοος αιών. Αν σκεφθή κανείς ότι ο εβδομαδιαίος κύκλος συμβολίζει όλο τον χρόνο της ζωής των ανθρώπων και η Κυριακή είναι τύπος του μέλλοντος ογδόου αιώνος, τότε είναι η μία και μοναδική ημέρα. Ο Μ. Βασίλειος αποκαλεί την Κυριακή “απαρχήν των ημερών”, “ομήλικα του φωτός”.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η Κυριακή ονομάζεται ογδόη ημέρα γιατί κατά την ημέρα αυτήν έγινε η Ανάσταση του Χριστού, που είναι η ογδόη ανάσταση στην ιστορία. Τρείς αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη (μία από τον Προφήτη Ηλία και δύο από τον Ελισσαίο), και τέσσερεις αναστάσεις νεκρών έγιναν στην Καινή Διαθήκη από τον Χριστό (τής θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναΐν, του Λαζάρου, και των νεκρών κατά την Μ. Παρασκευή). Οπότε η μεγαλύτερη, η ογδόη ανάσταση, είναι η Ανάσταση του Χριστού. Ουσιαστικά, όμως, δεν είναι μόνον η ογδόη ανάσταση, αλλά και η πρώτη σχετικά με την ελπιζομένη ανάσταση όλων των νεκρών.

Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, έγινε το φώς. Την Κυριακή, την πρώτη ημέρα της αναδημιουργίας, φάνηκε το φως της Αναστάσεως, που είναι το ίδιο το Φώς της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού απέβαλε την θνητότητα και φθαρτότητα, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Η Κυριακή, ακόμη, λέγεται αγία και κλητή ημέρα, γιατί όλα τα Δεσποτικά μεγάλα γεγονότα έγιναν κατ’ αυτήν. Λέγεται από τους Πατέρας ότι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Γέννηση του Χριστού και η Ανάσταση, τα βασικά μεγάλα Δεσποτικά γεγονότα έγιναν την ημέρα της Κυριακής. Αλλά και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού καί, βεβαίως, η ανάσταση των νεκρών πρόκειται αυτήν την ημέρα να συμβή (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός). Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί δίνουν μεγάλη σημασία και βαρύτητα σε αυτήν και επιδιώκουν να την αγιάζουν, γιατί η αιφνιδιαστική έλευση του Χριστού θα γίνη τότε.

Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πανηγυρίζει στην εορτή του Πάσχα: “Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων η βασιλίς και Κυρία, εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων, εν ή ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας”.

Είναι συγκινητικό να σκεφθή κανείς ότι η Εκκλησία κάθε Κυριακή με τα θαυμάσια τροπάριά της εορτάζει την Ανάσταση του Χριστού. Έτσι, στο ετήσιο Πάσχα υπάρχει και το εβδομαδιαίο Πάσχα, το μικρό λεγόμενο Πάσχα, η φωτοφόρος ημέρα της Κυριακής.

θ’ Ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του ως Θεός

Η Ανάσταση του Χριστού διαφέρει σαφώς από άλλες αναστάσεις, που έγιναν στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, στο ότι ο Χριστός, ως Θεός αληθινός, ανέστησε τον Εαυτό Του, δηλαδή η ανθρώπινη φύση αναστήθηκε από την θεία φύση, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως, ενώ οι άλλες αναστάσεις έγιναν με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Μπορεί κανείς να πη ότι, όπως ο Χριστός ποιεί την θέωση, ενώ οι άγιοι πάσχουν την θέωση, έτσι και ο Χριστός ποιεί την Ανάσταση, την έγερσή Του, ενώ οι άγιοι πάσχουν την ανάσταση. Το ρήμα “πάσχουν” δηλώνει ότι δέχονται μια έξωθεν ενέργεια, ενώ το Σώμα του Χριστού ήταν πηγή της ακτίστου Χάριτος.

Βέβαια, υπάρχουν μερικά χωρία στην Αγία Γραφή που κάνουν λόγο για το ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον Θεό·Πατέρα Του. Ο Απόστολος Πέτρος στην ομιλία του την ημέρα της Πεντηκοστής, αναφερόμενος στον Χριστό, είπε: “όν ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ήν δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού” (Πράξ. β’, 24). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφει σε επιστολή του: “ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν” (Ρωμ. στ’, 4). Και σε άλλη επιστολή γράφει: “…κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ήν ενήργησεν εν τω Χριστώ εγείρας αυτόν εκ νεκρών…” (Εφεσ. α’, 20).

Όμως, το θέμα αυτό πρέπει να το δη κανείς μέσα από την τριαδολογία, κατά την οποία τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν την ίδια ουσία και την ίδια ενέργεια, διαφέρουν όμως στις υποστάσεις. Έτσι, δεν είναι άλλη η ενέργεια του Πατρός, άλλη του Υιού και άλλη του Αγίου Πνεύματος, αλλά κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Αυτό που θέλει ο Πατήρ θέλει και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που θέλει ο Υιός θέλει και ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα, και αυτό που κάνει το Άγιον Πνεύμα θέλει και ο Πατήρ και ο Υιός. Όταν λέγεται, λοιπόν, ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό σημαίνει ότι και Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του, αφού ο Πατήρ δεν κάνει κάτι που δεν κάνει ο Υιός.

Όλα του Πατρός είναι και του Υιού χωρίς την αγεννησία. Επομένως, το να αποδίδη κανείς τα γεγονότα που συνέβησαν στον Υιό μόνο στον Πατέρα είναι ασεβές, αλλά και το να τα αναθέτη όλα στον Υιό δεν είναι αποδοκιμαστέο, αφού και ο Υιός είναι Θεός ομοσθενής και μπορεί να κάνη ό,τι κάνει ο Πατήρ (Ζωναράς). Όταν, λοιπόν, λέγεται ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, δηλούται ότι ο Τριαδικός Θεός, η θεότητα, που είναι γνώρισμα της φύσεως, ανέστησε την ανθρώπινη φύση.

ι’ Γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους μετά την Ανάσταση

Μετά την Ανάστασή Του ο Χριστός εμφανίστηκε στις Μυροφόρες γυναίκες και στους Μαθητάς Του. Μερικοί διερωτώνται γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους τους ανθρώπους, και μάλιστα στους σταυρωτές Του και τους αρνητές της Αναστάσεώς Του, για να τους κάνη να πιστεύσουν σε Αυτόν.

Όταν κανείς γνωρίζη την ουσία της ορθοδόξου θεολογίας, δεν μπορεί να κάνη τέτοια ερωτήματα, γιατί γνωρίζει σαφώς ότι η εμφάνιση του Χριστού δεν γίνεται ποτέ για θεαματικούς λόγους και για εξαναγκασμό του ανθρώπου. Η φανέρωση του Θεού έχει έναν ορισμένο σκοπό και μια βαθειά αιτία.

Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθή ότι ο Χριστός δεν θέλει να εξαναγκάση κανέναν να πιστεύση. Έπειτα, η εμφάνιση του Θεού στον άνθρωπο είναι ένα κρίσιμο σημείο για την ζωή του. Στην άλλη ζωή, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όλοι θα τον δούν, αλλά για τους προετοιμασμένους και καθαρθέντας ο Θεός θα γίνη φώς, ενώ για τους ακαθάρτους θα γίνη κόλαση. Αυτό θα συνέβαινε και στην περίπτωση αυτή. Γι’ αυτό ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία δεν εμφανίστηκε στους αρνητάς και σταυρωτάς Του.

Η φανέρωση του Χριστού εν δόξη γίνεται μόνο και μόνο για να οδηγήση αυτούς που έχουν προετοιμασθή κατάλληλα προς την θέωση και τον δοξασμό. Οι Μαθητές είχαν προετοιμασθή, γι’ αυτό και ο Χριστός λίγο πριν από το Πάθος είπε: “ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν” (Ιω. ιε’, 3). Οι Μαθητές τρία χρόνια, ακούοντας τον λόγο του Θεού και μαθητευόμενοι στα μυστήρια της Βασιλείας των ουρανών, εκδιώκοντας δαιμόνια, περνούσαν την διαδικασία της καθάρσεως.

Οπότε, έγιναν κατάλληλοι για την θέωση και χωρητικοί της μεθέξεως της Χάριτος της Αναστάσεως. Αλλά και πάλι, όπως θα δούμε πιο κάτω, και με την εμφάνισή Του μετά την Ανάσταση, τους προετοιμάζει για την είσοδό τους στον μεγάλο βαθμό της θεώσεως και θεωρίας που θα γινόταν την Πεντηκοστή.

Η φανέρωση όμως του Χριστού στους Μαθητάς Του, μετά την Ανάσταση, δεν ήταν ένα γεγονός μόνο γι’ αυτούς, αφού γνωρίζουμε ότι όσοι περνούν έναν ανάλογο βαθμό θεραπείας και καθάρσεως, αξιώνονται να μεθέξουν της Αναστάσεως του Χριστού και να δούν τον Αναστάντα Χριστό. Με αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και την περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος έχει την βεβαιότητα ότι και σε αυτόν εμφανίστηκε ο Αναστάς Χριστός. “Έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί” (Α’ Κορ. ιε’, 8). Και είναι γνωστόν ότι ο Απόστολος Παύλος, κατά τον καιρό της Αναστάσεως, ήταν ζηλωτής Ιουδαίος, αφού επέστρεψε στον Χριστό μετά την Πεντηκοστή, οπότε αναφέρεται στην εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού μετά την Ανάληψή Του και την Πεντηκοστή.

Η περίπτωση αυτή φανερώνει ότι η θέα του Αναστάντος Χριστού δεν είναι ανεξάρτητη από την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, και βέβαια, ότι αυτό συνεχίζεται σε ολόκληρη την ζωή της ανθρωπότητος. Πάντοτε δια μέσου των αιώνων υπάρχουν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού.

ια’ Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού

Στα κείμενα της Αγίας Γραφής παρουσιάζονται ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού, από τις οποίες οι δέκα έγιναν στο διάστημα μεταξύ της Αναστάσεως και της Αναλήψεως και μία μετά την Πεντηκοστή. Μερικές από αυτές περιγράφονται αναλυτικά και άλλες απλώς απαριθμούνται. Καί, βέβαια, πρέπει να πούμε ότι δεν περιγράφονται όλες από τους ίδιους Ευαγγελιστάς, δηλαδή δεν αναφέρονται και οι ένδεκα σε κάθε ένα ξεχωριστό Ευαγγέλιο, αλλά μερικές μνημονεύονται από τον έναν Ευαγγελιστή και μερικές από τον άλλο.

Προφανώς υπήρξαν και άλλες εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων: “οίς και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού” (Πράξ. α’, 3). Είναι φυσικό αυτό να γινόταν γιατί, αφ’ ενός μεν ήθελε να τους παρηγορήση, αφ’ ετέρου δε να τους προετοιμάση για την Ανάληψή Του, αλλά και την έλευση του Παναγίου Πνεύματος.

Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού είναι οι ακόλουθες:

1. Στον Σίμωνα Πέτρο (Α’ Κορ. ιε’, 5, Λουκ. κδ’, 35).

2. Στην Μαρία την Μαγδαληνή (Μάρκ. ιστ’, 9-11, Ιω. κ’, 11-18).

3. Στις Μυροφόρες γυναίκες (Ματθ. κη’, 9-10).

4. Στους δύο Μαθητάς που πορεύονταν προς Εμμαούς (Μάρκ. ιστ’, 12-13, Λουκ. κδ’, 13-15).

5. Στους δέκα Αποστόλους, όταν απουσίαζε ο Θωμάς (Μάρκ. ιστ’, 14, Λουκ. κδ’, 36-43, Ιω. κ’, 19-25).

6. Στους ένδεκα Μαθητάς, παρόντος και του Θωμά (Ιω. κ’, 26-29).

7. Στους επτά Αποστόλους στην λίμνη της Τιβεριάδος (Ιω. κα’, 1-23).

8. Στους ένδεκα στην Γαλιλαία (Ματθ. κη’, 16).

9. Στους Αποστόλους στην Βηθανία, όταν αναλήφθηκε (Μάρκ. ιστ’, 19-20, Λουκ. κδ’, 50, Πράξ. α’, 6-11, Α’ Κορ. ιε’, 7).

10. Στον αδελφόθεο Ιάκωβο (Α’ Κορ. ιε’, 7).

11. Στον Απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. ιε’, 8-9).

Οι εμφανίσεις αυτές του Αναστάντος Χριστού αναφέρονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι πολλοί άγιοι που αξιώθηκαν της θεωρίας του Αναστάντος Χριστού. Άλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, προσφέρει την εμπειρία της Αναστάσεως. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στην προσευχή “ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι προσκυνήσωμεν άγιον, Κύριον, Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον”, διδάσκει ότι δεν αναφερόμαστε στην Ανάσταση που είδαν οι Μαθητές, δηλαδή δεν πρόκειται μόνο για μια ιστορική αναφορά, αλλά για την Ανάσταση ή μάλλον τον Αναστάντα Χριστό που τον βλέπουμε μέσα στην Εκκλησία. Δεν λέμε “ανάστασιν Χριστού πιστευσάμενοι”, αλλά “θεασάμενοι”. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν στην Ανάσταση, αλλά υπάρχουν και άλλοι, έστω και ολίγοι, που βλέπουν και κάθε ώρα τον Αναστάντα Χριστό λαμπροφορούντα, και απαστράπτοντα “τάς της αφθαρσίας και Θεότητος αστραπάς”. Γιατί, πραγματικά, η Ανάσταση του Χριστού “η ημετέρα υπάρχει ανάστασις, των κάτω κειμένων”. Έτσι, άλλοι είναι μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού “εξ ακοής” και άλλοι μάρτυρες “από θέας”. Οι τελευταίοι είναι οι κατ’ εξοχήν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού.

Στην συνέχεια θα δούμε μερικά σημεία από τις εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού, κυρίως εκείνα που έχουν περισσότερο σχέση με χριστολογικά θέματα, που αναπτύσσουμε εδώ.

ιβ’ Η εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες

Είναι σημαντικό ότι τον Αναστάντα Χριστό τον είδαν πρώτες οι Μυροφόρες γυναίκες. Οι Απόστολοι φοβισμένοι από τα γεγονότα που προηγήθηκαν κλείστηκαν στο υπερώο, ενώ οι γυναίκες με την αγάπη, την θερμότητα και την ανδρεία, πριν ακόμη ξημερώσει καλά, πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν με αρώματα το Σώμα του Χριστού. Δεν φοβήθηκαν ούτε το σκοτάδι, ούτε την ερημιά, ούτε τους στρατιώτες. Αυτό σημαίνει ότι για να αξιωθή κανείς να δη τον Αναστάντα Χριστό χρειάζεται να έχη αγάπη και ανδρεία.

Η πρώτη εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες γυναίκες έχει και ένα βαθύτατο θεολογικό νόημα, όπως το αναπτύσσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ο άγιος ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως και αναζώωση, ανάπλαση και επάνοδος στην αθάνατη ζωή του πρώτου Αδάμ. Τον πρώτο Αδάμ, μετά την δημιουργία του, τον είδε πρώτη η γυναίκα, γιατί εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς άλλος να τον δή, αφού η Εύα δημιουργήθηκε μετά από αυτόν. Έτσι και τον νέο Αδάμ δεν τον είδε κανείς όταν βγήκε από τον τάφο, ύστερα δε από λίγο πρώτες τον είδαν οι γυναίκες.

Με αυτόν τον τρόπο οι Μυροφόρες έγιναν ευαγγελίστριες των Ευαγγελιστών και απόστολοι των Αποστόλων. Αυτό έχει και μια άλλη σημασία. Η Εύα ήταν εκείνη που έφερε το μήνυμα της πτώσεως του Αδάμ, τώρα η γυναίκα είναι εκείνη που φέρνει το μήνυμα της αναστάσεως στους Αποστόλους. Με τον τρόπο αυτό έχουμε και την αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως, αφού κανείς δεν μπορεί να την ενοχοποιήση για την παράβαση και την πτώση.

Ο σχολιαστής Νικήτας κάνει και άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τα ονόματα των Μυροφόρων γυναικών, που ανταποκρίνονται όμως στην προσωπική τους ζωή και δείχνουν τον τρόπο που πρέπει να μετέλθουμε και τον δρόμο που πρέπει να ακολουθούμε για να δούμε τον Αναστάντα Χριστό.

Η Μαρία η Μαγδαληνή, από την οποία ο Χριστός έβγαλε επτά δαιμόνια, δηλώνει την ψυχή εκείνη που καθαρίζεται από τα δαιμόνια με τον λόγο των ευαγγελικών εντολών. Η Σαλώμη, της οποίας το όνομα ερμηνεύεται ειρήνη, δηλώνει τον άνθρωπο εκείνο που απέκτησε την εσωτερική ειρήνη, αφού νίκησε τα πάθη, υπέταξε το σώμα στην ψυχή, και αποκτά, δια της θεωρίας και των πνευματικών νοημάτων, την γνώση. Η Ιωάννα, της οποίας το όνομα ερμηνεύεται περιστερά, συμβολίζει την άκακη και γονιμότατη στις αρετές ψυχή, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα, και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με πνευματική διάκριση. Όταν ο άνθρωπος διακρίνεται γι’ αυτές τις καταστάσεις και πλησιάζη στο μνημείο της καρδίας του, τότε θα δη τον λίθο της πωρώσεως της ασαφείας του λόγου να σηκώνεται, τους αγγέλους, δηλαδή την συνείδησή του, να του αναγγέλουν ότι αναστήθηκε μέσα του ο νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, αλλά ακόμη θα αξιωθή να δη την εμφάνιση και αυτού του Ιδίου του Θεού Λόγου στον νού, γυμνό και χωρίς τύπους και σύμβολα.

Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κάθαρση για να αξιωθή κανείς να προσκυνήση τον Αναστάντα Χριστό και να ακούση τον “τής αναστάσεως λόγον”.

ιγ’ Η εμφάνιση του Χριστού στην Παναγία

Στα τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρεται ότι ο άγγελος Κυρίου μετέφερε στην Παναγία το μήνυμα ότι αναστήθηκε ο Χριστός. “Ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη αγνή Παρθένε Χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε, ο σός Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου”.

Βέβαια, μέσα στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ρητώς ότι η Παναγία είδε τον Αναστάντα Χριστό. Υπάρχουν όμως φράσεις που αναφέρονται στην “άλλη Μαρία”. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: “Οψέ δε Σαββάτων, τη επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον” (Ματθ. κη’, 1). Επίσης, αλλού γίνεται λόγος για την “Μαρία Ιακώβου” (Λουκ. κδ’, 10). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας αυτές τις περιπτώσεις, λέγει ότι πρόκειται για την Παναγία, που ήλθε πρώτη στο μνημείο, και κατ’ αρχάς μεν έμαθε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ότι αναστήθηκε ο υιός της, έπειτα δε τον είδε, και αυτή μόνη αξιώθηκε να πιάση με τα χέρια της τα πόδια Του.

Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος, ήταν σωστό και δίκαιο πρώτη η Παναγία να πληροφορηθή το ευαγγέλιο της Αναστάσεως και να δη αυτή πρώτη τον Αναστάντα Χριστό. Αυτό, βέβαια, συνδέεται και με το ότι η Παναγία είχε φθάσει σε μεγάλη καθαρότητα, αφού βίωσε από μικρό παιδί την θέωση.

Το ότι οι Ευαγγελιστές αποφεύγουν να πούν καθαρά ότι πρώτη είδε τον Χριστό η Παναγία έχει μεγάλη σημασία, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γιατί δεν ήθελαν να δώσουν αφορμή στους απίστους να αμφισβητήσουν το γεγονός της Αναστάσεως, αφού το βεβαιώνει η μητέρα Του.

Η Παναγία, όπως παρέμεινε στον Σταυρό μέχρι την τελευταία στιγμή, έτσι και πρώτη αυτή πήγε στο μνημείο για να αλείψη με αρώματα το Σώμα του Χριστού. Αυτό έγινε όχι μόνο λόγω της μητρότητος, αλλά λόγω και της υψηλής πνευματικής της καταστάσεως, γιατί αυτοί που έχουν σε μεγάλο βαθμό πνευματική θεωρία, έχουν μεγαλύτερη γνώση και τελειότερη αγάπη.

ιδ’ Η εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς και η χορήγηση του Αγίου Πνεύματος

Από τις πρώτες εμφανίσεις του Χριστού που έγιναν την ημέρα της Αναστάσεως ήταν η εμφάνισή Του στον όμιλο των Μαθητών, που βρίσκονταν στο υπερώο, την πρώτη φορά, όταν απουσίαζε ο Θωμάς, και την επομένη Κυριακή, “μεθ’ ημέρας οκτώ”, παρόντος του Θωμά (Ιω. κ’, 19-29). Με την εμφάνισή του ο Χριστός τους δίνει δώρα. Το πρώτο είναι η ειρήνη και το δεύτερο είναι το Άγιον Πνεύμα για να συγχωρούν αμαρτίες. Δεν μπορεί κανείς να δώση κάτι που δεν έχει. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός ως Θεός είναι ειρήνη, αφού η ειρήνη είναι ενέργεια του Τριαδικού Θεού, και με την ενανθρώπηση και την θυσία Του ειρηνοποίησε τα ουράνια με τα επίγεια, τους αγγέλους με τους ανθρώπους, τους ανθρώπους με τον Θεό, και τους ανθρώπους με ολόκληρη την κτίση, και βέβαια ειρηνοποίησε και όλες τις δυνάμεις της ψυχής. Επίσης, δίνει το Άγιον Πνεύμα, αφού το Άγιον Πνεύμα αναπαύεται στον Υιό. Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινωνία και ενότητα, κατά την ουσία και ενέργεια, αφού είναι ομόδοξα, ομοούσια και ομοδύναμα. Το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια του Υιού.

Το ερώτημα είναι: ποιά είναι η διαφορά μεταξύ της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος αμέσως μετά την Ανάσταση και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητάς κατά την ημέρα της Πεντηκοστής; Γνωρίζουμε ότι οι Μαθητές έλαβαν το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής. Επομένως, πώς λέγεται ότι ο Χριστός τους έδωσε Άγιον Πνεύμα, αμέσως μετά την Ανάστασή Του;

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ότι πρόκειται σαφώς για διαφορετικό βαθμό ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα ήταν πάντοτε ενωμένο με τον Υιό, αφού και η ενανθρώπηση του Υιού έγινε με την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης και όλο το έργο του Υιού γινόταν με την συνέργεια του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Επομένως, το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Μαθητάς, όσο μπορούσαν να χωρέσουν, κατά τρεις βαθμούς και καιρούς, ήτοι “αμυδρώς”, “εκτυπώτερον” και “τελειότερον”.

Το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στους Μαθητάς “αμυδρώς” πριν το πάθος του Χριστού με την δύναμη που είχαν λάβει για να εκδιώκουν τα πνεύματα και να θεραπεύουν τις νόσους. Επίσης κατά τον καιρό που οι Μαθητές ακολουθούσαν τον Χριστό καθαρίζονταν με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Έπειτα, το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε περισσότερο μετά την Ανάσταση ως “έμπνευσις θειοτέρα”. Ο Χριστός, αμέσως μετά την Ανάστασή Του, έδωσε στους Μαθητάς το Άγιον Πνεύμα για δύο λόγους. Πρώτον, για να τους προετοιμάση για την μεγάλη λήψη του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Δεν μπορεί κανείς να λάβη τον υψηλότερο βαθμό ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, αν δεν προετοιμασθή κατάλληλα. Δεύτερον, γιατί αυτή η δωρεά του Αγίου Πνεύματος αναφερόταν στην άφεση των αμαρτιών και όχι στην μέθεξη του Αγίου Πνεύματος. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, άλλο είναι η μέθεξη του Αγίου Πνεύματος και άλλο είναι η άφεση των αμαρτιών δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Την ημέρα όμως της Πεντηκοστής, προετοιμασμένοι πνευματικά, έλαβαν την μεγάλη δωρεά και έγιναν μέλη του Αναστημένου Σώματος του Χριστού. Την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, ακόμη, ο Χριστός ήταν έξω από τους Μαθητάς, ενώ την ημέρα της Πεντηκοστής οι Μαθητές έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού.

ιε’ Ο Αναστάς Χριστός και ο Απόστολος Θωμάς

Από την πρώτη εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς έλειπε ο Απόστολος Θωμάς. Αξιώθηκε όμως και αυτός της φανερώσεως και αποκαλύψεως του Χριστού μετά από οκτώ ημέρες, δηλαδή την επομένη Κυριακή (Ιω. κ’, 24-29).

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο Χριστός εμφανίζεται πάντα στην σύναξη των Μαθητών, οπότε ο Θωμάς δεν μπόρεσε να τον δη γιατί απουσίαζε. Όταν, όμως, την επομένη Κυριακή βρισκόταν μεταξύ των Μαθητών, αξιώθηκε και εκείνος αυτής της μεγάλης εμπειρίας. Γι’ αυτό και συμβουλεύει να μη λείπουμε από τις κατά Κυριακή συνάξεις, γιατί θα πάθουμε ό,τι έπαθε ο Θωμάς.

Υπάρχει, όμως, και ένας βαθύτερος λόγος για τον οποίο ο Θωμάς δεν αξιώθηκε την πρώτη ημέρα να δη τον Χριστό. Ο Θωμάς, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος, ήταν διστακτικός και θεωρούσε αδύνατη την Ανάσταση του Χριστού. Δεν είχε, δηλαδή, φθάσει σε τέτοια εσωτερική πνευματική κατάσταση, ώστε να δη τον Αναστάντα Χριστό. Έχουμε τονίσει προηγουμένως ότι ο Χριστός εμφανιζόταν σε αυτούς που βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να ενεργή σωτήρια και όχι κολαστικά. Ο Θωμάς φαίνεται πώς δεν είχε φθάσει στην πνευματική ωριμότητα που απαιτούσε αυτό το γεγονός.

Άλλωστε, η καθυστέρηση του Χριστού να εμφανισθή μια ολόκληρη εβδομάδα απέβλεπε στην ψυχική του προετοιμασία. Ο Χριστός ανέβαλε τόσο χρονικό διάστημα να τον επισκεφθή, “ώστε κατηχούμενον αυτόν υπό των συμμαθητών (είναι) και τα αυτά ακούοντα και εις πλείονα πόθον εκκαήναι, και πιστότερον προς το μέλλον γενέσθαι” (ιερός Θεοφύλακτος). Έπρεπε, λοιπόν, μια ολόκληρη εβδομάδα να κατηχήται από τους άλλους Μαθητάς, να μαθαίνη τα της εμφανίσεως, ώστε να αναπτυχθή μεγάλος πόθος, αλλά ακόμη και να εκφράση μετάνοια για την δυσπιστία του, ώστε η εμφάνιση του Χριστού να ενεργήση σωτήρια.

Αφού ο Θωμάς προετοιμάσθηκε κατάλληλα έγινε και εκείνος θεολόγος με την εμφάνιση του Χριστού και ομολόγησε: “ο Κύριός μου και ο Θεός μου” (Ιω. κ’, 29). Η φράση αυτή δείχνει την βεβαιότητά του για τις δύο φύσεις του Χριστού και την μια υπόσταση, αφού το “Κύριος” δηλοί την ανθρώπινη φύση, το “Θεός” την θεία φύση, και τα δύο αυτά είναι ενωμένα στον Αναστάντα Χριστό (ιερός Θεοφύλακτος).

Έτσι, λοιπόν, ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος με την έννοια του αθέου, αλλά άπιστος με την έννοια ότι δεν ήταν στην κατάσταση να δεχθή την πίστη εκ θεωρίας. Πρώτα για μεγάλο χρονικό διάστημα πέρασε από την πίστη εξ ακοής και έπειτα έφθασε στην πίστη εκ θεωρίας. Υπάρχει δε σαφής διαφορά μεταξύ του αθέου, που είναι και αντίθεος, και του απίστου ή δυσπίστου με την έννοια ότι έχει μεν πίστη εξ ακοής, αλλά όχι πίστη εκ θεωρίας.

ιστ’ Η φανέρωση του Χριστού στην λίμνη της Τιβεριάδος

Μία από τις εμφανίσεις του Χριστού στους Μαθητάς Του έγινε στην λίμνη της Τιβεριάδος, την ώρα που ψάρευαν στα ανοικτά της λίμνης (Ιω. κα’, 1-14). Δεν θα εκτεθούν τα περιστατικά και ο τρόπος της εμφανίσεως, αλλά θα υπογραμμισθούν μερικά ενδιαφέροντα σημεία.

Το πρώτον είναι ότι οι Μαθητές δεν ανεγνώρισαν τον Χριστό, “ου μέντοι ήδεισαν οι μαθηταί ότι ο Ιησούς εστι”. Αυτό εξηγείται από το ότι οι εμφανίσεις του Χριστού στην πραγματικότητα δεν είναι απλώς η παρουσία Του, αλλά αποκαλύψεις, φανερώσεις. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σαφώς λέγει: “μετά δε ταύτα εφανέρωσεν εαυτόν πάλιν ο Ιησούς”. Ο Χριστός φανέρωνε τον Εαυτό Του, όποτε το ήθελε. Έχουμε πολλές μεταμορφώσεις και φανερώσεις του Χριστού προ της Αναστάσεως και μετά από αυτήν.

Δεύτερον, η φανέρωση του Χριστού γίνεται κατά την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων. Γιατί, μετά την θαυματουργική αλιεία ο πρώτος που τον ανεγνώρισε ήταν ο Ιωάννης, ο οποίος το ανακοίνωσε στον Απόστολο Πέτρο. “Λέγει ουν ο μαθητής εκείνος, όν ηγάπα ο Ιησούς, τω Πέτρω, ο Κύριος εστί”. Και τότε ο Πέτρος φόρεσε τον χιτώνα και έπεσε στην θάλασσα για να φθάση πιο γρήγορα στον Χριστό. Φαίνεται εδώ ότι ο αγαπημένος Μαθητής, που είναι έκφραση της θεωρίας, αναγνωρίζει τον Χριστό, και ο μετανοημένος Πέτρος, που βρίσκεται ακόμη στην πράξη, λόγω της αρνήσεως και της μετανοίας, τρέχει προς τον Χριστό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι ο Ιωάννης ήταν “πρός την θείαν επίγνωσιν των άλλων ετοιμότατος”, ενώ ο Πέτρος ήταν “θερμότατος πάλιν και προς πράξιν των άλλων ετοιμότατος”. Έτσι, λοιπόν, ετοιμότατος στην θεωρία ο Ιωάννης, θερμότατος και ετοιμότατος προς την πράξη ο Πέτρος. Αυτό δείχνει ότι η θεωρία αναγνωρίζει τον Θεό και η πράξη ακολουθεί. Άλλοτε προηγείται η πράξη και ακολουθεί η θεωρία, και άλλοτε από την θεωρία, πράγμα που δημιουργεί γνώση, ακολουθεί και η πράξη.

Τρίτον, όταν οι Μαθητές βγήκαν στην ξηρά είδαν “ανθρακιάν κειμένην και οψάριον επικείμενον και άρτον”. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά το “ανθρακιάν” σημαίνει ένα είδος δέρματος που χρησιμοποιούσαν οι οδοιπόροι αντί για τραπέζι. Έτσι, βλέπουν ένα ψάρι που δεν ψαρεύτηκε από την λίμνη, αλλά δημιουργήθηκε από το μηδέν, καθώς και έναν άρτο. Το ότι τους κάλεσε να γευματίσουν και τους προσέφερε ο Ίδιος να φάγουν δηλώνει ότι Αυτός θα είναι ο χορηγός και ο διανομεύς της μελλούσης απολαύσεως, που θα πραγματοποιηθή μετά από το ψάρεμα της αποστολικής σαγήνης, μετά το κήρυγμα και την συναγωγή όλων στην αληθινή θεοσέβεια.

ιζ’ Πώς νοείται η λήψη τροφής από τον Αναστάντα Χριστό

Από την διήγηση του Ευαγγελιστού Λουκά για μια εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς φαίνεται ότι ο Χριστός έφαγε ενώπιόν τους μέρος από ψητό ψάρι και μέλι από κηρήθρα. Βέβαια, το Σώμα του Χριστού μετά την Ανάσταση δεν είχε ανάγκη τροφής, το έκανε όμως ο Χριστός για να βεβαιωθούν οι Μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα, αλλά είχε πνευματικό και μεταμορφωμένο σώμα. Φυσικά, επειδή στο Σώμα του Χριστού μετά την Ανάσταση δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα, γι’ αυτό και η τροφή αυτή αναλώθηκε από την θεία ενέργεια και δεν μεταποιήθηκε κατά τον συνήθη στους ανθρώπους τρόπο. Όπως η φωτιά καταναλώνει το κερί, έτσι και η θεότητα του Χριστού κατηνάλωσε την τροφή που έλαβε. Αυτό το παράδειγμα χρησιμοποιείται συγκαταβατικά και δεν έχει απόλυτη εφαρμογή, γιατί η φωτιά που λυώνει το κερί συντηρείται από καύσιμη ύλη, ενώ τα πνευματικά σώματα δεν χρειάζονται τροφή για να συντηρηθούν (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Το ότι ο Χριστός έφαγε μέρος από ψητό ψάρι και μέρος από μέλι κηρήθρας είναι συμβολικά σημεία, που δείχνουν το μυστήριο του προσώπου Του. Η ανθρώπινη φύση ομοιάζει με το ψάρι, που κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου. Ο Χριστός προσέλαβε αυτήν την φύση την ήνωσε στην υπόστασή Του, την καθάρισε από κάθε εμπαθή διάθεση με το πυρ της θεότητος (ψητό ψάρι) και την έκανε ομόθεη και διάπυρη. Επίσης η κηρήθρα με το μέλι ομοιάζει με την δική μας ανθρώπινη φύση, γιατί, όπως το μέλι υπάρχει μέσα στην κηρήθρα, έτσι και μέσα στο σώμα μας υπάρχει ο λογικός θησαυρός καί, κυρίως, στους πιστεύοντας υπάρχει στην ψυχή και το σώμα η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τρώγει από αυτά ο Χριστός, γιατί θεωρεί φαγητό του την σωτηρία του καθενός μας (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Επίσης, η χρησιμοποίηση από τον Χριστό, μετά την Ανάστασή Του, των στοιχείων του άρτου και του ιχθύος δείχνει το πρόσωπο και το έργο Του για την σωτηρία του ανθρώπου. Κυρίως, φανερώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αφού ο άνθρωπος τότε κοινωνεί του ζωντανού άρτου και του ζωντανού ιχθύος που είναι Αυτός ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος προσέλαβε την δική μας ανθρώπινη φύση καί, αφού την θέωσε, μας δίνει τον Εαυτό Του για να θεωθούμε και εμείς. Βέβαια, η θέωση δια των μυστηρίων, και κυρίως δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, δεν γίνεται μηχανικά και μαγικά, αλλά ανάλογα με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι, ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση ενεργεί και το μυστήριο της θείας Κοινωνίας.

ιη’ Το αναστημένο σώμα του Χριστού

Ο Χριστός σε μια από τις εμφανίσεις στους Μαθητάς Του, βλέποντας να υπάρχουν στην καρδιά τους λογισμοί περί Αυτού, είπε: “ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι, ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα” (Λουκ. κδ’, 39). Εδώ φαίνεται ότι υπάρχει σώμα, άρα δεν ήταν φαντασία, αλλά δεν ήταν το σώμα, όπως το γνώριζαν μέχρι τότε οι Μαθητές.

Είναι γνωστόν ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και έγινε τέλειος άνθρωπος, και μάλιστα προσέλαβε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, όπως την φθαρτότητα και την θνητότητα, στα οποία αδιάβλητα πάθη συγκαταλεγόταν η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο ύπνος κλπ. Όμως, ο Χριστός μετά την Ανάσταση απέβαλε όλα τα λεγόμενα φυσικά πάθη, ήτοι “φθοράν, πείναν τε και δίψαν, ύπνον και κάματον και τα τοιαύτα”. Αποβάλλοντας όμως τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη δεν απέβαλε ούτε την ψυχή ούτε το σώμα. Με την Ανάληψή Του στους ουρανούς παρέλαβε το σώμα και την ψυχή, την λογική και νοερά, την θελητική και ενεργητική. Έτσι, κάθεται στα δεξιά του Θεού με ολόκληρη την ανθρώπινη τεθεωμένη φύση. Με αυτόν τον τρόπο ενεργεί και θεϊκά, με την πρόνοια, την συντήρηση και την κυβέρνηση όλων, και ανθρώπινα, ενθυμούμενος την διατριβή του πάνω στην γη και γνωρίζοντας ότι προσκυνείται από ολόκληρη την λογική κτίση (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).

Το αναστημένο Σώμα του Χριστού ήταν απαθές και αθάνατο, κεκοσμημένο με την θεία δόξα, αλλά όμως ήταν σώμα “τήν προτέραν έχον περιγραφήν” (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Έτσι, καίτοι απέβαλε όλα τα αδιάβλητα πάθη, δεν απέβαλε όμως τα φυσικά ιδιώματα, “ήτοι το ποσόν, το ποιόν, το είναι εν είδει, το τριχή διαστατόν, και το περιγραπτόν εν τόπω και περιοριστικόν”. Γιατί, αν απέβαλε αυτά, δεν θα ήταν πραγματικό σώμα, αλλά έκσταση και έξοδος από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Όπως ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν βγήκε έξω από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι και μετά την Ανάστασή Του η θεωθείσα ανθρώπινη σάρκα δεν ετράπη της οικείας φύσεως, δηλαδή δεν απέβαλε τα φυσικά της ιδιώματα. Και αυτό συνέβη γιατί παρέμειναν και μετά “τήν ένωσιν αί τε φύσεις ασύμφυτοι και αι τούτων ιδιότητες αλώβητοι” (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Χριστός, ενώ βρίσκεται στους ουρανούς, αγιογραφείται από την Εκκλησία με περιγραπτό σώμα. Ο Χριστός στους ουρανούς δεν έχει ούτε σάρκα, όπως εμείς την γνωρίζουμε, ούτε είναι ασώματος και άϋλος, αλλά κάτι μεταξύ αυτών (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Πρόκειται για σώμα πνευματικό και αφθαρτοποιημένο, αλλά πάντως για σώμα. Ο Χριστός παραμένει στους αιώνες Θεάνθρωπος, αφού οι δύο φύσεις από τότε που ενώθηκαν παραμένουν αχώριστες και αδιαίρετες.

Ακόμη και η ψυχή του Χριστού γνωρίζει σαφώς ότι είναι ενωμένη καθ’ υπόσταση με τον Θεό Λόγο και επίσης προσκυνείται και αυτή μαζί με τον Θεό, ως ψυχή του Θεού, και όχι απλώς ως ψυχή (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).

Έτσι, λοιπόν, το Αναστημένο Σώμα του Χριστού, αποβάλλοντας όλα τα αδιάβλητα πάθη, το θνητό και παθητό, παρέμεινε σώμα, αλλά πνευματικό, ομόθεο, ήταν περιγραπτό, είχε όλα τα διακριτικά γνωρίσματα που είχε πρίν. Διήνυε τεράστιες αποστάσεις σε δευτερόλεπτα, εισερχόταν και εξερχόταν κεκλεισμένων των θυρών και εξήλθε “εσφραγισμένου του μνήματος”, αλλά ήταν πραγματικό σώμα και όχι φάντασμα. Το ότι δεν Τον καταλάβαιναν πολλές φορές οι Μαθητές και τον θεωρούσαν φυσικό άνθρωπο, ήταν γιατί δεν ήθελε ο Χριστός να φανερωθή. Όταν ήθελε φανερωνόταν, και τότε οι Μαθητές ανεγνώριζαν ότι ήταν ο Κύριος.

ιθ’ Η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους

Μέχρι τώρα είδαμε ότι η Ανάσταση του Χριστού προξένησε χαρά και ευφροσύνη στους ανθρώπους, επειδή δι’ αυτής νικήθηκε το κράτος του θανάτου, του διαβόλου και της αμαρτίας. Αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους, όλα τα νοερά πνεύματα.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του, κατά το Πάσχα, αναφέρεται στον λόγο του αγγέλου προς αυτόν: “Σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος”. Γίνεται εδώ λόγος για την σωτηρία των αγγέλων. Με ποιά έννοια πρέπει αυτό να θεωρηθή;

Ξέρουμε ότι, μετά την πτώση του Εωσφόρου, οι άγγελοι έγιναν δυσκίνητοι στο κακό, δηλαδή δεν μπορούσαν να σκεφθούν το κακό, αλλά δεν είχαν αποκτήσει και την ατρεψία. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι, με την Ανάσταση του Χριστού, οι άγγελοι απέβαλαν αυτήν την δυσκινησία και απέκτησαν την ατρεψία, οπότε τώρα δεν φοβούνται την αλλοίωση και την τροπή προς την χειρότερη μεταβολή και την απώλεια που προέρχεται από αυτήν την μεταβολή. Έτσι, και οι άγγελοι απέκτησαν την ατρεψία και την έχουν όχι από την φύση τους, αλλά από την Χάρη του Θεού.

Πέρα από αυτό, οι αγγελικές δυνάμεις με την Ανάσταση του Χριστού ευφράνθηκαν, αφ’ ενός μεν γιατί αναπληρώθηκε το εκπεσόν εωσφορικό τάγμα, οπότε εφαρμόστηκε ο λόγος “πληρωθήναι δει τον άνω κόσμον”, αφ’ ετέρου δε γιατί σώθηκαν οι άνθρωποι. Γιατί άν, όπως είπε ο Χριστός, γίνεται μεγάλη χαρά στον ουρανό για κάθε άνθρωπο που μετανοεί, πολύ περισσότερο αυτό γίνεται για την σωτηρία ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους (Ζωναράς).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι είναι πεπεισμένος ότι την ημέρα της Αναστάσεως και οι αγγελικές δυνάμεις συνεορτάζουν και συμπανηγυρίζουν, επειδή είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, έχοντας υπ’ όψη του αυτόν τον λόγο, λέγει ότι είναι πραγματικά άτοπο πράγμα να χαίρωνται οι άγγελοι για την δική μας σωτηρία και εμείς που σωθήκαμε να μη χαιρόμαστε και να μην εορτάζουμε μαζί με τους αγγέλους αυτήν την σωτήρια κοσμοσωτήρια εορτή.

κ’ Η έννοια του Πάσχα

Η ημέρα της Αναστάσεως λέγεται και Πάσχα. Αυτή η λέξη επαναλαμβάνεται σε πολλά τροπάρια της Εκκλησίας και προξενεί πνευματική χαρά στους Χριστιανούς.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, η λέξη Πάσχα προέρχεται από την εβραϊκή λέξη Φάσκα, αφού εξελληνίστηκε το Φ σε Π και το Κ σε Χ. Η λέξη Πάσχα στην εβραϊκή γλώσσα δηλώνει την διάβαση, και είναι γνωστή η εορτή του Πάσχα, κατά την οποία οι Εβραίοι εόρταζαν την θαυματουργική διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης. Βέβαια, υπάρχουν και μερικοί, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που νομίζουν ότι η λέξη Πάσχα προέρχεται από το πάσχειν, δηλαδή από το Πάθος του Χριστού για μάς, αλλά όμως η καλύτερη ερμηνεία είναι η πρώτη.

Όπως ο Ισραηλιτικός λαός εόρταζε την διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης και την απόκτηση της ελευθερίας, έτσι και ο νέος Ισραήλ της Χάριτος εορτάζει την νέα διάβαση από τον θάνατο στην ζωή. Αυτή την ερμηνεία δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του την ημέρα του Πάσχα. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λαμβάνοντας σχεδόν αυτούσια κείμενα από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, γράφει: “Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα. Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν, επινίκιον άδοντας”.

Πανηγυρίζοντας την ημέρα της εορτής του Πάσχα, ο Ιωσήφ ο Βρυένιος, μαθητής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, αναλύει την θεολογική σημασία της εορτής. Πάσχα είναι η διάβαση από το σκότος στο φώς, εξέλευση από τον Άδη στην γή, ανάβαση από την γη στους ουρανούς, μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή, ανάσταση των πεπτωκότων βροτών, ανάκληση των εξορίστων της Εδέμ, ανάρρυση των αιχμαλώτων στην φθορά, η όντως ζωή των πιστών, τρυφή παντός του κόσμου, τιμή της θείας Τριάδος. Η προσηγορία του Πάσχα είναι ακόρεστη, αφού είναι πολλαπλάσια η Χάρη που δηλώνεται δι’ αυτού. Το Πάσχα είναι αναψυχή των ψυχών, χαρμονή των νόων, κουφισμός των σωμάτων, φωτισμός των οφθαλμών, γλυκασμός των λαρύγγων, θυμηδία, θερμότης, ειρήνη, χαρά.

Εάν η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού είναι το ετήσιο Πάσχα, υπάρχει και το εβδομαδιαίο Πάσχα. Κάθε Κυριακή ο πιστός εορτάζει το Πάσχα. Και μάλιστα η θεία Λειτουργία και κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δίνει την δυνατότητα στον άνθρωπο να μεθέξη του Πάσχα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη χαρακτηριστικά: “Πάσχα γαρ ου νηστεία εστιν, αλλ’ η προσφορά και η θυσία, η καθ’ εκάστην γινομένη σύναξις”. Γιατί, κάθε φορά που συνερχόμαστε σε ευχαριστιακή σύναξη, με τις αναγκαίες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, καθαιρούνται οι δυνάμεις του Σατανά (άγιος Ιγνάτιος Θεοφόρος) και αποκτούμε αίσθηση ότι νικήθηκε ο θάνατος.

Πάσχα δεν λέγεται μόνον η εορτή, ως μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή, αλλά και Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός. Άλλωστε, δεν νοείται η σωτηρία του ανθρώπου έξω από τον Θεάνθρωπο, αφού Αυτός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Αυτός είναι η ανάσταση των ανθρώπων. Γι’ αυτό, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Κανόνα της εορτής του Πάσχα αποδίδει στον Χριστό τον χαρακτηρισμό “Πάσχα”. Γράφει: “Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ, ω Σοφία και Λόγε του Θεού και Δύναμις”. Αυτός ο χαρακτηρισμός έχει σχέση με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: “καί γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός” (Α’ Κορ. ε’, 7).

Επομένως, δια του Χριστού, που είναι το ζωντανό Πάσχα, μπορούμε να βιώσουμε και εμείς το Πάσχα, που είναι η μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή.

κα’ Πάσχα νομικό, Πάσχα θείας Χάριτος, Πάσχα μέλλοντος αιώνος

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διαιρεί το Πάσχα σε τρία, ήτοι το Πάσχα το νομικό, το Πάσχα της θείας Χάριτος και το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος.

Το νομικό Πάσχα, κατά το οποίο οι Εβραίοι εόρταζαν την θαυματουργική τους διάβαση δια της Ερυθράς θαλάσσης, ήταν μια ενθύμηση της πικράς δουλείας της Αιγύπτου και της ελευθερίας τους με την βοήθεια του Θεού. Ήταν Πάσχα “χαριστήριον και ικέσιον”. Στην πραγματικότητα, το Πάσχα αυτό ήταν προτύπωση του δικού μας Πάσχα.

Το Πάσχα της θείας Χάριτος είναι η Ανάσταση του Χριστού, δια της οποίας γίνεται διάβαση “εκ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν”. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: “ώ Πάσχα το μέγα και ιερόν και παντός του κόσμου καθάρσιον”. Χωρίς την μέθεξη του Χριστού και την κοινωνία μαζί Του υπάρχει νέκρωση και δουλεία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, “ο μη ορών και ακούων και αισθανόμενος πνευματικώς νεκρός εστιν”. Επομένως, το Πάσχα είναι έλευση του Χριστού μέσα στην καρδιά. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πη πολύ χαρακτηριστικά: “Πάσχα η επί τον ανθρώπινον νουν έλευσις του Λόγου”. Πραγματικά, ο άνθρωπος όταν λαμβάνη τον Χριστό, ζη πνευματικά και ο Χριστός γίνεται η ζωή του, η ψυχή της ψυχής του. “Ψυχή τις δευτέρα τοις ανθρώποις η ανάστασις” (όσιος Νείλος).

Το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος είναι “τελεώτερον και καθαρώτερον”. Ο Χριστός, όταν τελούσε το Πάσχα λίγο πριν από το Πάθος Του, και μάλιστα όταν τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο, είπε: “ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου” (Ματθ. κστ’, 29). Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για το Πάσχα της Βασιλείας των Ουρανών. Ακόμη και το Πάσχα της παρούσης ζωής είναι τυπικό, σχετικά με το Πάσχα του μέλλοντος αιώνος. Τότε οι άγιοι θα έχουν μεγαλύτερη κοινωνία με τον Χριστό, αφού ο Λόγος θα αποκαλύψη και θα διδάξη “ά νυν μετρίως παρέδειξε” (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).

Οι Χριστιανοί αγωνίζονται για να περάσουν από το τυπικό Πάσχα, στο Πάσχα της θείας Χάριτος, και από εκεί στο αιώνιο Πάσχα. Μια τέτοια εορτή έχει σημασία και νόημα. Κάθε άλλος εορτασμός δεν αποβλέπει σε βαθύτερους σκοπούς, δεν ικανοποιεί το πεινασμένο και διψασμένο πνεύμα του ανθρώπου.

Κατά την διάρκεια της εορτής του Πάσχα των Εβραίων σφραγιζόταν αμνός άμωμος, τέλειος και νέος. Αυτό ήταν προτύπωση του Χριστιανικού αμνού, που είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, άμωμος, νέος και τέλειος. Αυτός θυσιάστηκε και προσφέρεται στους Χριστιανούς για να ενωθούν μαζί Του.

κβ’ Η προσωπική μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως

Η Ανάσταση του Χριστού δεν πρέπει να εορτάζεται ως ένα ιστορικό ή κοινωνικό γεγονός, αλλά ως υπαρξιακό, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να γίνη μέθεξη της Χάριτος της Αναστάσεως. Η νηστεία που προηγείται της εορτής όλη την περίοδο της Τεσσαρακοστής, ο ασκητικός αγώνας, αποβλέπει στην αρτιοτέρα συμμετοχή στο μυστήριο της Αναστάσεως.

Για να επιτευχθή όμως αυτό απαιτείται, όπως όλοι οι Πατέρες διδάσκουν, κάθαρση τόσο των σωματικών αισθήσεων όσο και των ψυχικών. Ο άνθρωπος έχει σώμα και ψυχή, και γι’ αυτό έχει σωματικές και ψυχικές αισθήσεις. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ψάλλει: “καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως, Χριστόν εξαστράπτοντα και χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες”. Άρα, λοιπόν, η κάθαρση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την θεωρία και την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: “Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον”.

Σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθή κανείς με τον Αναστάντα Χριστό, να Τον δη μέσα στην καρδιά του. Ο Χριστός ανασταίνεται μέσα στην καρδιά, νεκρώνοντας τους εμπαθείς λογισμούς που παρευρίσκονται εκεί υπό την επήρεια των δαιμόνων και υπερβαίνοντας τους εμπαθείς τύπους και τις προλήψεις της αμαρτίας, όπως τότε υπερέβη τις σφραγίδες του τάφου (άγ. Μάξιμος Ομολογητής). Επομένως, δεν πρόκειται για ένα εξωτερικό τυπικό εορτασμό, αλλά για εσωτερικό και υπαρξιακό. Με αυτό το πρίσμα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά να μην εορτάζουμε πανηγυρικώς και κοσμικώς, αλλά θεϊκώς και υπερκοσμίως.

Η μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως είναι βίωση της θεώσεως. Αυτός που μυήθηκε στην απόρρητη δύναμη της Αναστάσεως, γνώρισε εκ πείρας για ποιό σκοπό ο Χριστός δημιούργησε τον κόσμο (άγ. Μάξιμος Ομολογητής). Πραγματικά, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να φθάση στην θέωση, και ο κόσμος να μετέχη του αγιασμού δια του ανθρώπου. Οπότε, εκείνος που μυείται σε αυτήν την απόρρητη δύναμη του μυστηρίου της Αναστάσεως, φθάνει στην θέωση και εκπληρώνει τον σκοπό της υπάρξεώς του. Έτσι αποκτά μεγαλύτερη γνώση.

Ο Απόστολος Παύλος συνιστά αυτήν την βίωση της ζωής, γι’ αυτό γράφει ότι συνταφήκαμε δια του αγίου Βαπτίσματος με τον Χριστό στον θάνατο, “ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν” (Ρωμ. στ’, 4). Είναι απαραίτητη αυτή η αναγέννηση, γιατί διαφορετικά ο άνθρωπος πρόκειται να πεθάνη πνευματικά, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: “ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν, ει δε Πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε. όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισιν υιοί Θεού” (Ρωμ. η’, 13).

Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία. Πρόκειται για θέωση και ανάσταση της ανθρωπίνης φύσεως και για ελπίδα θεώσεως και αναστάσεως της δικής μας υποστάσεως. Αφού βρέθηκε το φάρμακο, υπάρχει ελπίδα ζωής. Δια της Αναστάσεως του Χριστού αποκτά άλλο νόημα και η ζωή και ο θάνατος. Δεν θεωρούμε ως ζωή το σύνολο των ιστορικών γεγονότων, αλλά την κοινωνία με τον Θεό. Και δεν θεωρούμε θάνατο το τέλος της παρούσης ζωής, αλλά την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Χριστό, ενώ ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν είναι θάνατος, αλλά προσωρινός ύπνος. Ο Απόστολος Παύλος, ακριβώς επειδή αισθάνεται ενωμένος με τον Αναστάντα Χριστό, μπορεί να ομολογή: “Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών” (Ρωμ. η’, 38-39).

Στον Κατηχητικό λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος είναι ένας θριαμβευτικός παιάνας της νίκης, λέγεται ότι με την Ανάσταση του Χριστού ξεπεράστηκαν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα.

Κανείς δεν πρέπει να θρηνή για την φτώχεια και γενικά για την στέρηση των αναγκαίων υλικών αγαθών, γιατί “εφάνη η κοινή Βασιλεία”.

Κανείς δεν πρέπει να οδύρεται για τα αμαρτήματα που διέπραξε, γιατί “συγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε”.

Κανείς δεν πρέπει να φοβάται τον θάνατο, γιατί “ηλευθέρωσε ημάς ο του Σωτήρος θάνατος”.

Αυτό το “μηδείς” (κανείς) είναι το απόλυτο, που δημιουργεί η Ανάσταση του Χριστού. Όσο κλεινόμαστε στο σχετικό και δεν εισερχόμαστε μέσα στην απολυτότητα του “μηδείς”, τόσο και θρηνούμε, οδυρόμαστε και φοβόμαστε.

ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Ομάδα ενημέρωσης Pame.gr

View all posts by ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *