Ο Τζερόνιμο ήταν διάσημος Ινδιάνος πολεμιστής που πολέμησε εναντίον του Μεξικού και των ΗΠΑ για την επέκταση των εδαφών των ινδιάνων Απάτσι κατά την διάρκεια των Πολέμων των Απάτσι. “Geronimo” ήταν το όνομα που δόθηκε σ ‘αυτόν κατά τη διάρκεια μιας μάχης με στρατιώτες του Μεξικού. Chiricahua Το πραγματικό ινδιάνικο όνομά του ήταν Gokhlä yeh.
Η γέννηση του και η οικογένεια του
Ο Τζερόνιμο γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Γκίλα το 1829. Ανήκε στην φυλή Μπεντονκόχε, που ήταν παρακλάδι της φυλής Απάτσι. Ο παππούς του, Μάκο, ήταν αρχηγός της φυλής αυτής. Είχε τρία αδέρφια και τέσσερις αδερφές. Μεγάλωσε κατά τις παραδόσεις των Απάτσι. Παντρεύτηκε στα 17 του χρόνια και απέκτησε με τη σύζυγό του τρία παιδιά. Στις 6 Μαρτίου 1858, μία ομάδα από 400 περίπου Μεξικανούς στρατιώτες επιτέθηκε στο χωριό του και σκότωσε την σύζυγό του, τα παιδιά του και την μητέρα του.
Η βίαιη εκδίκηση
Ο αρχηγός της φυλής του τον έστειλε στην φυλή ενός άλλου διάσημου Ινδιάνου πολεμιστή, του Κοτσίσε για να ζητήσει βοήθεια για να προκληθούν αντίποινα στους Μεξικανούς. Πήρε το όνομά του από τους Μεξικανούς, διότι ενώ επιτέθηκε σε Μεξικανούς στρατιώτες οπλισμένος με ένα μαχαίρι, ήταν τόσο βίαιος, που οι Μεξικανοί στρατιώτες προσεύχονταν στον Άγιο Ιερώνυμο (Jeronimo), καθώς ήταν έκπληκτοι από αυτό.
Οι λόγοι πού τον έκαναν διάσημο
Έμεινε περισσότερο διάσημος για τις μάχες του με Αμερικανούς και Μεξικανούς στρατιώτες, ενώ κατάφερε να παραμείνει ελεύθερος κατά την περίοδο 1858-1886. Ο Τζερόνιμο τελικά το 1886 παραδοθηκε στον υπολοχαγό Τσαρλς Γκέιτγουντ. Ο Τζερόνιμο στάλθηκε στο Φορτ Πίκενς στην Πενσακόλα της Φλόριντα, ενώ η οικογένειά του στο Φορτ Μάριον.
Κατά τα ύστερα χρόνια της ζωής του έγινε διάσημος από δημόσιες εμφανίσεις, όπως στην Παγκόσμια Έκθεση του 1904 στο Σαιντ Λούις. Οδήγησε την παρέλαση του προέδρου Θίοντορ Ρούζβελτ κατά την ορκωμοσία του το 1905. Η αυτοβιογραφία του, η οποία υπαγορεύτηκε από τον ίδιο τον Τζερόνιμο στον Σ. Μ. Μπάρετ, κυκλοφόρησε το 1905. Ο Τζερόνιμο πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1909 στο Φορτ Σιλ της Οκλαχόμα των ΗΠΑ από πνευμονία, ενώ ομολόγησε στον ανεψιό του πως μετάνιωσε το γεγονός ότι παραδόθηκε.
Το δισέγγονο του Τζερόνιμο ζητάει τα οστά του
Στην 100ή επέτειο από τον θάνατο του θρυλικού ινδιάνου αρχηγού Geronimo, 20 εξ αίματος συγγενείς του ζήτησαν από τα αμερικάνικα δικαστήρια να ασκήσουν πιέσεις στο Πανεπιστήμιο του Yale και την μυστική οργάνωση της σχολής, την περίφημη “Skull & Bones” («Κρανίο και Οστά»), να τους παραδώσει το κρανίο και κάποια οστά του προγόνου τους, τα οποία φυλάνε στην έδρα της «αδελφότητας», προκειμένου να τα επιστρέψουν στην πατρίδα του για μία κατάλληλη ταφή.
Σύμφωνα µε την παράδοση των ινδιάνων, η τελευταία κατοικία ενός πολεμιστή πρέπει να μένει αδιατάρακτη ώστε το πνεύµα του να καλπάζει ελεύθερο στα ουράνια λιβάδια. Στη μήνυση κατονομάζονται επίσης ο πρόεδρος Ομπάμα, ο υπουργός Άμυνας Robert Gates και ο υπουργός Στρατού Πιτ Geren, ως υπεύθυνοι για τη διατήρηση του υπόλοιπου σκηνώματος του Τζερόνιμο σε αμερικανική στρατιωτική βάση στην Οκλαχόμα.
Πριν χρόνια ο Harlyn Geronimo, δισέγγονος του Τζερόνιμο, είχε αποστείλει επιστολή στον πρόεδρο Μπους ζητώντας τα οστά του προγόνου του, αφού σύμφωνα με αυτόν ο παππούς τους Μπους, Πρέσκοτ Μπους, ήταν ένας από αυτούς που τα έκλεψαν.
Με τον θάνατο του γεννήθηκε ένα σύμβολο
Όταν πέθανε ο γενναίος αρχηγός των Απάτσι, ένας θρύλος γεννιόταν που έμελλε να διαρκέσει γενιές και γενιές ως σύμβολο αντίστασης απέναντι στην καταπίεση.
Το απαράμιλλο κουράγιο και η αποφασιστικότητα του Τζερόνιμο θα έκαναν φυσικά πολλά περισσότερα από το να γίνουν πολεμική ιαχή στα στόματα των αμερικανών αλεξιπτωτιστών, κι αυτό γιατί η ζωή του μεγάλου αρχηγού διατήρησε άσβεστο το πνεύμα της φυλής του κατά τις τελευταίες και απεγνωσμένες στιγμές των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που θα ονόμαζε βολικά ο λευκός «Ινδιάνικοι Πόλεμοι».
Ο Τζερόνιμο αντιστάθηκε στις κατακτητικές επιδρομές Μεξικανών και Αμερικανών στα εδάφη της φυλής του ήδη από τα γεννοφάσκια του. Η παροιμιώδης έχθρα που ένιωθε για τους Μεξικανούς που σκότωσαν τη γυναίκα και τα παιδιά του ξεπερνιόταν μόνο από την απέχθειά του για τον αποικιοκρατικό επεκτατισμό των Αγγλοσαξόνων, που κατέλαβαν τελικά την πατρώα γη το 1848.
Κι έτσι, όταν η σκληροτράχηλη φυλή του οδηγήθηκε στους ομοσπονδιακούς καταυλισμούς της Αριζόνα στα μέσα της δεκαετίας του 1870, ο μεγάλος αρχηγός θα έπιανε και πάλι δουλειά οδηγώντας τα παλικάρια του σε μια σειρά από αποδράσεις που θα σφυρηλατούσαν τον μύθο του και θα έφερναν ντροπή και ταπείνωση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Ο Τζερόνιμο αναγκάστηκε να παραδοθεί τελικά στον αμερικανικό στρατό το 1886, βλέποντας τον θρύλο του να μεγαλώνει, καθώς παρέμεινε ο γνωστότερος Ινδιάνος της Βόρειας Αμερικής παρά την αιχμαλωσία του κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.
Ο ήρωας των Απάτσι απαθανατίστηκε στην αμερικανική ιστορία ως ο ανυπότακτος που δεν κατέθετε ποτέ τα όπλα της ελευθερίας και συνέχιζε τον αγώνα την ώρα που οι δικοί του αποδέχονταν την ήττα.
Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, ξέρουμε όμως ότι πολέμησε καβάλα στο άλογό του από όταν μπόρεσε να ιππεύσει, κι αυτό γιατί οι Απάτσι της περιοχής δεν κινδύνευαν μόνο από τους Μεξικανούς, αλλά και από τους ορκισμένους εχθρούς Ναβάχο και Κομάντσι.
Οι συχνές επιδρομές στους καταυλισμούς των εχθρικών φυλών ήταν εξάλλου καθημερινότητα για τους Απάτσι, όπως και οι επιθέσεις σε μεξικανικούς οικισμούς. Ως απάντηση, η μεξικανική κυβέρνηση επικήρυξε τα σκαλπ των Απάτσι και πρόσφερε πια τη σεβαστή αμοιβή των 25 δολαρίων για κάθε ερυθρόδερμο κεφάλι. Όχι ότι αυτό αποθάρρυνε βέβαια τον σκληροτράχηλο Γκογιαθλέ και μέχρι τα 17 του χρόνια είχε ηγηθεί τεσσάρων πετυχημένων επιδρομών.
Η θέση του στο πολεμικό συμβούλιο της φυλής ήταν πια εξασφαλισμένη και ο νεαρός απολάμβανε τον σεβασμό των ηλικιωμένων. Την ίδια εποχή ο πολεμιστής ερωτεύεται την Alope, οι δυο τους γίνονται ζευγάρι και αποκτούν τελικά τρία παιδιά.
Τον Μάρτιο του 1858, οι Απάτσι του Τζερόνιμο έλειπαν από τον καταυλισμό καθώς είχαν στρατοπεδεύσει έξω από το αστικό κέντρο της περιοχής για το απαραίτητο εμπόριο και την ανταλλαγή αγαθών. Επιστρέφοντας στον οικισμό, οι πολεμιστές αντικρίζουν ένα αποτρόπαιο θέαμα: μεξικανικά στρατεύματα είχαν παραβεί το σύμφωνο ειρήνης και επιτέθηκαν στα γυναικόπαιδα, σφαγιάζοντας όποιον βρήκαν μπροστά τους. Ανάμεσα στους αναίτια δολοφονημένους ήταν η σύζυγος του Γκογιαθλέ, τα τρία του παιδιά καθώς και η μητέρα του.
Σύμφωνα με την παράδοση των Απάτσι, ο Γκογιαθλέ έκαψε τα υπάρχοντα της φαμίλιας του και εγκατέλειψε τη φυλή του, περιπλανώμενος μόνος στις εσχατιές της Αριζόνα για περισσότερο από έναν χρόνο. Κάποια στιγμή επέστρεψε στον καταυλισμό του, αν και πλέον δεν ήταν ο ίδιος άντρας: ο Γκογιαθλέ είχε παραμερίσει και πλέον είχε κάνει την εμφάνισή του ο σκληροτράχηλος πολεμιστής και ορκισμένος εκδικητής Τζερόνιμο!
Τα γενέθλια εδάφη ήταν τώρα χώματα ποτισμένα με αίμα και μίσος και η εκδίκηση ήταν η μόνη που θα έσωζε την τιμή του πολεμιστή. Στα συμβούλια με τις συμμαχικές φυλές ηγείται των συζητήσεων και πείθει πολλούς να ξεθάψουν το τόμαχοκ του πολέμου. Σύντομα θα βρεθεί με μια δύναμη 200 νοματαίων στο πλευρό του με σκοπό να κυνηγήσουν τους μεξικανούς στρατιώτες που είχαν ξεπαστρέψει τα γυναικόπαιδα των Απάτσι.
Οι αιματοβαμμένες επιχειρήσεις του Τζερόνιμο και της εκδικητικής στρατιάς του έμελλε να κρατήσουν μια ολόκληρη δεκαετία, 10 χρόνια βεντέτας και μαχών δηλαδή κατά των μεξικανικών αρχών. Σε μια τέτοια μάχη, αν πιστέψουμε τον θρύλο, ο αρχηγός των ερυθρόδερμων δέχτηκε τρεις σφαίρες αλλά συνέχισε να μάχεται λυσσαλέα και να ορμά στους μεξικανούς στρατιώτες οπλισμένος μόνο το μαχαίρι του. Έντρομος ο εχθρός, αρχίζει να προσεύχεται στον Άγιο Ιερώνυμο («Τζερόνιμο» στα ισπανικά). Ο Γκογιαθλέ ήταν τώρα γνωστός στον εχθρό ως Τζερόνιμο, αν και η θεία βοήθεια δεν ήρθε ποτέ: ο ινδιάνος τιμωρός τους σκότωσε όλους και πήρε τελικά εκδίκηση για τη σφαγή της οικογένειάς του.
Οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Μεξικανών σύντομα περιλάμβαναν πια και τα χλομά πρόσωπα των ΗΠΑ, καθώς οι λευκοί είχαν αρχίσει εδώ και καιρό να επεκτείνουν τις κτήσεις τους επικίνδυνα κοντά στα προγονικά εδάφη των Απάτσι. Κι έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1850, το πρόσωπο του εχθρού άλλαξε άρδην: ο Μεξικο-Αμερικανικός Πόλεμος είχε λήξει το 1848 και οι ΗΠΑ προσάρτησαν μεγάλα τμήματα μεξικανικών εδαφών, περιλαμβανομένων και πολλών παραδοσιακών περιοχών των Απάτσι.
Ταυτοχρόνως, είναι τα χρόνια του «κίτρινου πυρετού» που χτύπησε τις Νοτιοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ, όταν ανακαλύφθηκε η πρώτη φλέβα χρυσού στην περιοχή. Η ινδιάνικη γη καταπατούταν πλέον από χρυσοθήρες και αποίκους, κάτι που οδήγησε σε τεταμένες σχέσεις λευκών και Ινδιάνων. Οι Απάτσι του Τζερόνιμο κλιμάκωσαν τις επιθέσεις τους κατά του λευκού επεκτατισμού και τόσο τα καραβάνια όσο και τα τρένα δεν ήταν πια ασφαλή.
Και τότε (1874) ο αρχηγός της φυλής και πεθερός του Τζερόνιμο, ο σεβάσμιος Κοτσίσε, διαβλέποντας το ζοφερό μέλλον για τον λαό του που κοντοζύγωνε, έκανε την κίνηση που θα απογοήτευε τον γαμπρό του όσο τίποτα: τον κάλεσε να σταματήσει τις επιδρομές κατά των λευκών και αποδέχθηκε την πρόταση της αμερικανικής κυβέρνησης για την ίδρυση καταυλισμού Απάτσι σε ένα από τα ιερά μέρη των εδαφών της φυλής.
Μέσα σε λίγα χρόνια όμως πέθανε ο Κοτσίσε και η κυβέρνηση των ΗΠΑ αθέτησε την υπόσχεσή της, καθώς οι ιεροί τόποι των Απάτσι ήταν εδάφη-φιλέτα για τους αποίκους που συνέρρεαν πια κατά χιλιάδες στην περιοχή. Οι Απάτσι εκτοπίστηκαν εκ νέου σε άλλο καταυλισμό στα βόρεια, αν και ο Τζερόνιμο είχε ξεμείνει πίσω με μια χούφτα αντρών, βρίσκοντας καταφύγιο στα βουνά.
Ξέχειλος τώρα από οργή, έπεισε πολλούς Απάτσι να προσχωρήσουν στο αντάρτικο στράτευμά του, καθώς είχαν πειστεί ότι ήταν καλύτερο να ζουν ελεύθεροι και κυνηγημένοι παρά σκλαβωμένοι σε καταυλισμούς λευκών.
Ένα νέο κύμα εκδικητικής βίας ενορχηστρώθηκε κατά των χλομών προσώπων με τη διχαλωτή γλώσσα, από το οποίο η τρομακτική φήμη του Τζερόνιμο γιγαντώθηκε: όχι μόνο απέδιδε ο ανταρτοπόλεμός του, αλλά και παρέμενε ελεύθερος και ωραίος! Από προσωποποίηση της εκδίκησης ο Τζερόνιμο ήταν πια σύμβολο αντίστασης, κάτι που ενέπνευσε τη φυλή του και ένας ικανοποιητικός αριθμός Τσιρικάουα τον ακολουθεί πιστά στο ανελέητο κυνηγητό του κατά των λευκών.
Οι Γιάνκηδες προσπαθούν απέλπιδα να συλλάβουν τον μεγάλο αρχηγό, αν και αυτός διαφεύγει συνεχώς τη σύλληψη. Η καλή γνώση των πατρογονικών εδαφών και το αλάθητο ένστικτο του Τζερόνιμο οδηγεί τις αμερικανικές δυνάμεις συνεχώς στην αποτυχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση που τον περικύκλωσαν σε μια σπηλιά που είχε μόνο μία έξοδο: όταν αναγκάστηκαν να εισβάλουν τελικά στο λαγούμι, ανακάλυψαν πως ο Τζερόνιμο είχε διαφύγει και το χειρότερο ήταν πως ποτέ δεν ανακάλυψαν από πού!
Ο συνεχής ανταρτοπόλεμος με λευκούς και Μεξικανούς έχει ωστόσο επηρεάσει αναπόφευκτα τους μαχητές αλλά και τον ίδιο τον αρχηγό: υπολογίζεται πως στο τέλος είχε ξεμείνει με μόλις 35 συντρόφους και 100 γυναίκες, την ίδια στιγμή που για την αιχμαλωσία του είχαν επιστρατευτεί 5.000 στρατιώτες (το 1/4 της συνολικής αμερικανικής δύναμης!) αλλά και 500 ανιχνευτές.
Ο ομοσπονδιακός στρατός κατάφερε να τον αιχμαλωτίσει τελικά το 1877 και τον έστειλε στον καταυλισμό των Απάτσι της Αριζόνα (Σαν Κάρλος). Αν και δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη: έπειτα από τέσσερα ντροπιαστικά για τον ίδιο χρόνια στον καταυλισμό, ο Τζερόνιμο αποδρά τον Σεπτέμβριο του 1881!
Φυγάς και ήρωας
Ελεύθερος και πάλι, ο Τζερόνιμο και μια μικρή ομάδα από τσιρικάουα μαχητές επιδόθηκαν σε επιδρομές κατά του αμερικανικού στρατού. Κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών, ο μεγάλος αρχηγός των Απάτσι θα επιδίδονταν σε μια λυσσαλέα μάχη κατά των χλομών προσώπων, κρατώντας μόνος του ζωντανό τον ινδιάνικο πόλεμο κατά των ΗΠΑ. Αν και ήταν οι τελευταίες στιγμές της άνισης αυτής μάχης.
Η αμερικανική κυβέρνηση εκδίδει νέο φιρμάνι εναντίον του και πλέον τα ομοσπονδιακά στρατεύματα είναι για άλλη μια φορά στο κατόπι του. Τώρα όμως η στρατιωτική επιχείρηση ακολουθείται από δημοσιογράφους, καθώς ο ερημίτης ηγέτης των γηγενών Αμερικανών είχε εν τω μεταξύ μετατραπεί σε ζωντανό θρύλο των ΗΠΑ! Για τους Ινδιάνους ήταν το διαπρεπές σύμβολο της αντίστασης και για τους λευκούς σωστός φόβος και τρόμος.
Η ομάδα του έκανε συνεχώς επιδρομές στις πόλεις και τα χωριά τρομοκρατώντας τα χλομά πρόσωπα. Κάθε μέρα δημοσιευόταν μια ακόμα επίθεση του Ινδιάνου που έσπερνε τον θάνατο. Ο Τύπος τον αποκαλούσε τώρα «ο χειρότερος Ινδιάνος που έζησε ποτέ» και του απέδιδε μυθικές δυνάμεις.
Τότε εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο μεθοδικός υπολοχαγός Τσαρλς Γκέιτγουντ: μιλούσε τη γλώσσα των Απάτσι, γνώριζε πολύ καλά τις συνήθειές τους και είχε φοβερή υπομονή. Ο αξιωματικός κυνήγησε την ομάδα των Ινδιάνων χωρίς σταματημό. Δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Πια δεν είχαν χρόνο ούτε για επιδρομές ούτε και να βρουν φαγητό μπορούσαν. Οι Απάτσι άρχισαν να εξαντλούνται και ο Τζερόνιμο συνειδητοποίησε κάποια στιγμή ότι αν συνέχιζε, θα έθετε σε κίνδυνο τις ζωές των υπολοίπων.
Ο θρυλικός Ινδιάνος παραδόθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1886, όντας ο τελευταίος Τσιρικάουα που κατέθεσε τα όπλα, αν και όχι χωρίς αντάλλαγμα: ο στρατηγός Νέλσον Μάιλς του υποσχέθηκε προσωπικά πως θα παραχωρούσε σε αυτόν και την αντάρτικη συμμορία του εκτάσεις στην Αριζόνα όπου θα μπορούσαν να ζουν ελεύθεροι…
Ο διασημότερος αιχμάλωτος πολέμου
Για άλλη μια φορά όμως η διχαλωτή γλώσσα του λευκού έκανε την εμφάνισή της, καθώς η τέχνη της εξαπάτησης ήταν στο τσεπάκι του ευρωπαίου αποίκου του Νέου Κόσμου. Κι έτσι αντί για την ελευθερία του, ο Τζερόνιμο περιφέρεται από φυλακή σε φυλακή και περνά τον χρόνο του σε καταναγκαστικά έργα στα κολαστήρια της Φλόριντα.
Όχι μόνο δεν τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στα πατρώα εδάφη, αλλά χώρισαν τον Τζερόνιμο από τους υπόλοιπους. Αφού παρέμεινε έγκλειστος στη Φλόριντα για δύο χρόνια, μεταφέρθηκε αργότερα σε αγροτικές φυλακές της Αλαμπάμα και στο Φορτ Σιλ της Οκλαχόμα τελικά. Εκεί λέγεται ότι προσπάθησε να πλησιάσει και να μάθει την κουλτούρα των λευκών, αν και εγκατέλειψε λέει την προσπάθεια αφού διαπίστωσε πως οι πολιτισμικές διαφορές ήταν αξεπέραστες.
Τα χρόνια έχουν όμως περάσει και η νοσταλγία για τα άγια χώματα της πατρίδας του έχουν αφήσει εμφανώς το σημάδι τους στον πάλαι ποτέ κραταιό Τζερόνιμο. Το μίσος και η εκδίκηση έχουν καταλαγιάσει τώρα μέσα του και ο ίδιος συναινεί σε πράγματα που θα φάνταζαν άλλοτε αδιανόητα.
Την ίδια στιγμή, ο κόσμος που είχε εντυπωσιαστεί με τον θρύλο του Ινδιάνου ζητούσε τώρα να τον δει από κοντά και ήταν έτοιμος να πληρώσει τσουχτερό εισιτήριο για να θαυμάσει τον ανυπότακτο Τζερόνιμο. Η φήμη του είχε ξεπεράσει αυτή του μισητού εχθρού και έφτανε πια στα όρια της λατρείας.
Σαν άγριο θηρίο στο κλουβί, ο Τζερόνιμο ποζάρει στους τουρίστες που συρρέουν στον ινδιάνικο καταυλισμό-φυλακή και εμφανίζεται αυτοπροσώπως σε εκθέσεις πουλώντας σουβενίρ και φωτογραφίες του. Τον Μάρτιο του 1905, συμμετέχει καβαλάρης στην παρέλαση της τελετής ορκωμοσίας του αμερικανού προέδρου Θεόδωρου Ρούσβελτ παρελαύνοντας στην κεντρική λεωφόρο της Ουάσιγκτον. Αν και λίγες ημέρες αργότερα ούτε ο αμερικανός πρόεδρος θα αποδεικνυόταν πρόθυμος να τον αφήσει να περάσει τις τελευταίες του στιγμές ελεύθερος…
Την ίδια χρονιά διηγείται την αυτοβιογραφία του στον βιογράφο του και κάνει τακτικές δημόσιες εμφανίσεις, παίρνοντας τώρα μέρος σε φαντασμαγορικά σόου της Άγριας Δύσης και επιδεικνύοντας τις πολεμικές του δεξιότητες. Σκιά του εαυτού του πια και καταναλωτικό προϊόν για την τέρψη των λευκών, ο Τζερόνιμο γίνεται ζωντανό έκθεμα: οι τουρίστες τον λατρεύουν, βγάζουν φωτογραφίες μαζί του και αγόραζαν σωρηδόν τα αναμνηστικά των Απάτσι. Είναι μια σωστή τουριστική ατραξιόν.
Έτσι πέρασε ο μεγάλος αρχηγός τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του στο καθεστώς της αιχμαλωσίας: ντροπιασμένος από τις ορδές των τουριστών που πλήρωναν εισιτήριο για να δουν από κοντά τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής των Απάτσι και ακόμα τσουχτερότερο αντίτιμο για να αγοράσουν ένα καπέλο, ένα τόξο ή μια φαρέτρα όμοια με εκείνα του αδάμαστου αρχηγού των Απάτσι.
Έτσι έσβησε ο Τζερόνιμο, μαραζωμένος από την απραξία και την αιχμαλωσία. Τον Φεβρουάριο του 1909, προσβλήθηκε από πνευμονία και λίγες μέρες αργότερα, στις 17 του μήνα, άφησε την τελευταία του πνοή. Μέρες προτού εκπνεύσει, εξομολογήθηκε στο στενό περιβάλλον του πως είχε μετανιώσει για την απόφασή του να παραδοθεί: «Δεν έπρεπε να παραδοθώ», είπε στον ανιψιό του στο νεκροκρέβατό του, «έπρεπε να παλέψω μέχρι την τελευταία μου πνοή».
Ο Γκογιαθλέ που τον έμαθε ο κόσμος ως Τζερόνιμο ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο αιχμαλώτων πολέμου του Φορτ Σιλ χωρίς να καταφέρει να επιστρέψει στα γενέθλια εδάφη της Αριζόνα ούτε νεκρός…