Τάσεις φυγής από την Ελλάδα έχει δημιουργήσει στον εφοπλιστικό κλάδο η αβεβαιότητα που έχουν προκαλέσει τους τελευταίους μήνες η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και -κυρίως- οι αυξήσεις στη φορολογία ως μέρος του τρίτου μνημονίου, που υπάρχουν φόβοι ότι δεν θα είναι οι τελευταίες. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», 30 με 40 ελληνικά εφοπλιστικά γραφεία έχουν ήδη λάβει την απόφαση για ολική ή μερική μεταβίβαση των δραστηριοτήτων τους αλλού (αν και σε κάποιες περιπτώσεις, πρόκειται περισσότερο για μέτρα ετοιμότητας παρά για ειλημμένη απόφαση μετακίνησης).
Πρώτη στη λίστα των προορισμών μετεγκατάστασης είναι η Κύπρος, τα οφέλη της οποίας, από την οπτική του Ελληνα εφοπλιστή, είναι πολλά: είναι μία ελληνόφωνη χώρα, κράτος-μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, με ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό καθεστώς φορολόγησης (με χαμηλότερο φόρο χωρητικότητας από την Ελλάδα), το οποίο εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2010. Επιπλέον -αυτό τονίστηκε από αρκετούς συνομιλητές της «Κ»- το μη μισθολογικό κόστος στην Κύπρο είναι θεαματικά χαμηλότερο από ό,τι στην Ελλάδα (μία πηγή μίλησε για το 1/3 του επιπέδου στη χώρα μας κατά μέσο όρο). Τέλος, υπάρχει ένα ανεπτυγμένο περιβάλλον δραστηριοτήτων που συνδέονται με τη ναυτιλία (εξειδικευμένα δικηγορικά γραφεία, ασφαλιστικές εταιρείες κ.ο.κ.). Οπως εξηγεί ιδιοκτήτης ναυτιλιακής εταιρείας στην «Κ», η διαδικασία μεταφοράς της έδρας στην Κύπρο είναι πολύ εύκολη: «Το νομικό σκέλος χρειάζεται μόλις 24 ώρες. Η εξεύρεση γραφείων, σε τιμές ανταγωνιστικές με τις ελληνικές, δεν απαιτεί πάνω από μία εβδομάδα».
Πέρα από τη Μεγαλόνησο, υπάρχει κινητικότητα και προς το (σχεδόν πλήρως αφορολόγητο) Ντουμπάι και το Μόντε Κάρλο. «Η πίεση για φυγή από την Ελλάδα είναι πιο ισχυρή για τις εισηγμένες ναυτιλιακές, στις οποίες συμμετέχουν με μεγάλα μερίδια ξένα επενδυτικά κεφάλαια» εξηγεί ένας από τους μεγάλους παίκτες της ελληνικής ναυτιλίας, που δεν έχει σχέδια να φύγει. Στις 30-40 εταιρείες που έχουν κάνει κινήσεις μετεγκατάστασης, οι μισές περίπου διαχειρίζονται στόλους άνω των 1 εκατ. τόνων – μεταξύ των οποίων και εταιρείες εισηγμένες σε διεθνή χρηματιστήρια.
«Η ανησυχία μας είναι να μην αυξηθεί περαιτέρω ο φόρος χωρητικότητας» αναφέρει στην «Κ» ο ιδιοκτήτης ενός «μικρομεσαίου» ναυτιλιακού γραφείου. Οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» θεωρούν ότι η ετήσια αύξηση κατά 4% που θα επιβληθεί το 2016-20 δεν υπονομεύει αναγκαστικά την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών γραφείων. Αλλά εκφράζονται φόβοι ότι μπορεί να προστεθούν κι άλλες επιβαρύνσεις, ειδικά δεδομένης της αναφοράς στο νέο μνημόνιο στη σταδιακή κατάργηση των φοροαπαλλαγών που απολαμβάνει ο κλάδος. Η περαιτέρω αύξηση του φόρου χωρητικότητας, όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς στην «Κ», θα δημιουργήσει πιέσεις και σε εφοπλιστές που δεν έχουν ξένα επενδυτικά κεφάλαια ως μετόχους – π.χ. σε όσους δυσκολεύονται με την ισχύουσα φορολογία να εκπληρώσουν τους όρους των δανείων που τους επιβάλλουν οι τράπεζες για τα δάνεια που έχουν λάβει για τα πλοία τους.
Ευρύτερος προβληματισμός
Ο συνδυασμός της επιβολής ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και των νέων μέτρων αύξησης της φορολογίας που συνοδεύουν το τρίτο μνημόνιο έχει προκαλέσει δικαιολογημένο προβληματισμό ευρύτερα στον επιχειρηματικό κόσμο. Ωστόσο, οι φόβοι για μαζική απόδραση, κυρίως προς γειτονικές χώρες που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Βουλγαρία, Κύπρος) μέχρι στιγμής δεν έχουν επαληθευτεί. Επιχειρηματικά στελέχη με τα οποία συνομίλησε η «Κ» εξηγούν ότι η μεταφορά έδρας, ιδιαίτερα για παραγωγικές επιχειρήσεις, δεν είναι απλή υπόθεση, ενώ –ιδιαίτερα στην περίπτωση της Βουλγαρίας– η χαμηλή φορολογία εταιρικών κερδών και η φθηνή εργασία δεν αρκούν για να την καταστήσουν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
«Πρέπει να είναι κάποιος ήδη εξωστρεφής για να επωφεληθεί από τη φυγή» εξηγεί στην «Κ» ο Νίκος Ροδόπουλος, ιδιοκτήτης εταιρείας πληροφορικής με ειδίκευση στον κλάδο της εφοδιαστικής αλυσίδας και πρόεδρος της ελληνικής εταιρείας Logistics. «Αλλιώς δεν έχει νόημα». Οπως εξηγεί, οι συζητήσεις και τα εναλλακτικά σχέδια που προκάλεσε η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων αφορούν κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις: «Οι μεγάλοι είχαν ήδη κάνει τον σχεδιασμό τους πολύ πριν». Για τους υπόλοιπους «υπάρχει μία στάση αναμονής, εν όψει μιας πολύ δύσκολης περιόδου ώς το τέλος του έτους», αλλά «δεν βλέπω πανικό, κύμα φυγής».
Ο κ. Ροδόπουλος είναι μεταξύ αυτών που εκφράζουν σκεπτικισμό για το δέλεαρ της Βουλγαρίας. Κατ’ αρχάς, όπως λέει, «το κόστος ενοικίασης χώρων στη Σόφια είναι περίπου το ίδιο όπως και στην Αθήνα», η οποία είναι μία πόλη με συγκριτικά πολύ καλύτερες υποδομές. Επιπλέον, η άλλη όψη του νομίσματος του χαμηλού μισθολογικού κόστος είναι η «έλλειψη έμπειρου, εξειδικευμένου προσωπικού», ενώ «η διαφθορά είναι χειρότερη» από ό,τι στην Ελλάδα.
Οπως μετέδωσε πρόσφατα η Deutsche Welle, πάντως, στην πενταετία των μνημονίων, ωθούμενοι από διαδοχικές τραπεζικές κρίσεις και τη διαρκώς επανερχόμενη απειλή του Grexit, οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Βουλγαρία έχουν αυξηθεί από 1.500 σε 14.000. Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σήμερα στις επιχειρήσεις αυτές υπολογίζονται περίπου στις 70.000 συνολικά.