Ο Ανδρέας Μπάρκουλης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 4 Αυγούστου του 1936. Σπούδασε υποκριτική και κατά την αποφοίτησή του χαρακτηρίστηκε εξαιρετικό ταλέντο. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1956 και στον κινηματογράφο το αμέσως επόμενο έτος με την ταινία Μαρία Πενταγιώτισσα. Ένα μικρό διάστημα της ζωής του το πέρασε στις ΗΠΑ, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με το τραγούδι. Υπήρξε ένας από τους γοητευτικότερους ζεν πρεμιέ της δεκαετίας του ’60.
Μια από τις φράσεις που τον συνόδευε από τις αρχές της καριέρας του μέχρι και τα γεράματά του ήταν το «Κορίτσια ο Μπάρκουλης». Οι περισσότεροι γνωρίζουν τη συγκεκριμένη φράση, ωστόσο δεν γνωρίζουν από που προήλθε.
Στο παρελθόν ο ίδιος είχε εξομολογηθεί: «Έμενα Λουκά Ράλλη τότε, στον Πειραιά. Έπρεπε λοιπόν με το αυτοκίνητο να κατέβω τη Τζαβέλας για να πάω στον προορισμό μου. Εκεί λοιπόν ήταν χτισμένο ένα γυμνάσιο Θηλέων. Κάθε μέρα απέξω μαζεύονταν πολλά αγόρια, όλοι οι γαμπροί της περιοχής! Κάποιος απ’ όλους αυτούς λοιπόν είχε την έμπνευση μια μέρα και φώναξε «Κορίτσια ο Μπάρκουλης» και από τότε το φώναζαν κάθε φορά που περνούσα με το αυτοκίνητο απέξω είτε εγώ, είτε κάποιο όχημα που έκανε θόρυβο όπως το δικό μου».
Εμφανίστηκε σε περισσότερες από εκατό ταινίες, παιζοντας κυρίως δεύτερους ρόλους σε δραματικές ταινίες, όπως «Κοινωνία ώρα Μηδέν» (1966) , «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), «Όλγα Αγάπη μου» (1968), αλλά και κωμωδίες, όπως «Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα» (1958), «Διακοπές στην Αίγινα» (1958), «Η Μουσίτσα»(1959), «Μην είδατε τον Παναή» (1962), «Το Δόλωμα» (1964), «Τζένη Τζένη» (1965), «Ησαΐα μη Χορεύεις» (1969), «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» (1970) και η «Θεία μου η χίπισσα» (1970).