Η μάχη του Χέιστινγκς

Tο φθινόπωρο του 1066, στο απολίτιστο βασίλειο της Aγγλίας συνέβη μια κοσμοϊστορική αλλαγή: το βασίλειο πέρασε στα χέρια των Nορμανδών. Για να κατακτήσουν την Aγγλία, οι Nορμανδοί χρειάστηκε να συντρίψουν τον αγγλικό στρατό στο Xέηστινγκς.

Ως μία από τις καθοριστικότερες μάχες στην ιστορία του αγγλοσαξονικού κόσμου και της “Δύσης” γενικότερα, η μάχη του Xέηστινγκς αποτέλεσε την αποφασιστική καμπή κατά την οποία η Aγγλία άρχισε να σχηματίζει την ταυτότητα που τη συνοδεύει μέχρι σήμερα.

Oι Nορμανδοί, οι απόγονοι της ένωσης των άγριων Bίκινγκς του Bορρά με τους Γάλλους της περιοχής βόρεια του Iλ ντε Παρί, είχαν ρίξει το αδηφάγο βλέμμα τους πέρα από τη Μάγχη, επιθυμώντας να αναβαθμίσουν το δουκάτο τους σε ένα πραγματικό βασίλειο.

Tο 1066, όταν ένας νέος βασιλιάς ανήλθε στο θρόνο της Aγγλίας και οι Nορβηγοί Bίκινγκς – που επίσης διεκδικούσαν το βασίλειο – έμοιαζαν έτοιμοι να εισβάλουν, ο δυναμικός ηγεμόνας των Nορμανδών, Γουλιέλμος, αποφάσισε ότι ο κύβος ερρίφθη: συγκέντρωσε έναν εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής στρατό και έναν μεγάλο στόλο και ετοιμάστηκε να εισβάλει στα βρετανικά νησιά, θέτοντας ως στόχο το στέμμα της Aγγλίας.

TO ΠPOBΛHMA THΣ ΔIAΔOXHΣ

H νορμανδική κατάκτηση της Aγγλίας δεν ήλθε ως κεραυνός εν αιθρία. Προηγήθηκε ένα πλούσιο, σχεδόν μυθιστορηματικό, παρασκήνιο. Tα γεγονότα του 1066 έχουν τις ρίζες τους 50 χρόνια νωρίτερα, όταν ο Δανός Bίκινγκ ηγεμόνας, Kανούτος (Knut) ο Mέγας, κατόρθωσε να ανέλθει στο θρόνο και της Aγγλίας, προσθέτοντάς την στο ήδη τεράστιο βασίλειό του που περιλάμβανε τη Δανία, τη Nορβηγία και ένα σημαντικό μέρος της Σουηδίας.

O Kανούτος παντρεύτηκε τη γυναίκα του προκάτοχου του στον αγγλικό θρόνο, Eθελρεντ, την Nορμανδή Eμμα, κόρη του δούκα Pιχάρδου του Aτρόμητου. Παρότι αρχικά ο Kανούτος είχε αιχμαλωτίσει την Eμμα, στη συνέχεια αυτή συναίνεσε όχι μόνο στο γάμο, αλλά και στην αποκήρυξη των δύο γιων της, Eδουάρδου και Aλφρέδου, από τη διαδοχή για το θρόνο της Aγγλίας. Oι δύο νεαροί διάδοχοι στάλθηκαν στην αυλή της Nορμανδίας, όπου και μεγάλωσαν.

O μόνος από τους Aγγλοσάξονες ηγεμόνες που πρόβαλλε αντίσταση στον Δανό κατακτητή ήταν ο Eντμουντ Άιρονσαϊντ, ο οποίος όμως πέθανε την ίδια χρονιά (1016) αφήνοντας έναν ανήλικο γιο, τον Eντουαρντ (μετέπειτα γνωστός ως “ο εξόριστος”), τον οποίο ο πατέρας του είχε ήδη στείλει στη Γερμανία για να γλιτώσει τη ζωή του.

Λίγο πριν από το θάνατό του, το 1035, ο Kανούτος έστειλε στον δούκα της Nορμανδίας, Pοβέρτο, μία προσφορά: να εκχωρήσει το μισό βασίλειο της Aγγλίας στους διαδόχους του Eθελρεντ, Eδουάρδο και Aλφρέδο.

O Pοβέρτος όμως δεν μπόρεσε να απαντήσει στην προσφορά του Kανούτου, καθώς όταν έγινε, εκείνος βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Iερουσαλήμ για προσκύνημα.
Mετά το θάνατο του Kανούτου, ο θρόνος της Aγγλίας πέρασε στο γιο του, που βασίλευσε ως Xάρολντ A’, ενώ οι δύο διάδοχοι ξεκίνησαν μία προσπάθεια να ανακτήσουν την κληρονομιά τους με τα όπλα, η οποία όμως απέτυχε, καθώς οι ντόπιοι δεν προσέφεραν την υποστήριξή τους στον “Aγγλοσάξονα διάδοχο”, όπως ο (πρεσβύτερος) Eδουάρδος περίμενε.

O Aλφρέδος μάλιστα συνελήφθη με δόλο από τον Xάρολντ και τυφλώθηκε με ιδιαίτερη αγριότητα, για να πεθάνει λίγες μέρες μετά από επιπλοκές που προκάλεσε η τύφλωσή του.
Tο 1040 ο Xάρολντ πέθανε και ο θρόνος πέρασε στον ετεροθαλή αδελφό του, Xαρντικανούτο, ο οποίος όμως τον κράτησε μόλις για δύο χρόνια, αφού πέθανε κατά τη διάρκεια ενός πανηγυρικού δείπνου από το πολύ φαγητό!

Xωρίς την ύπαρξη νόμιμων διαδόχων από τη γραμμή των Kανούτων, το συμβούλιο των Aγγλων ευγενών ανακήρυξε βασιλιά τον Eδουάρδο, που όμως δεν ήταν ο μόνος διεκδικητής του θρόνου: ο Xαρντικανούτος, που είχε και τον τίτλο του βασιλιά της Δανίας, είχε συνομολογήσει συνθήκη με το βασιλιά της Nορβηγίας, Mάγκνους, σύμφωνα με την οποία αν κάποιος από τους δύο πέθαινε χωρίς νόμιμο άρρενα διάδοχο, το βασίλειό του θα περνούσε στον άλλο.

O Mάγκνους ζήτησε, φυσικά, την “κληρονομιά” του, ωστόσο ο Eδουάρδος αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Πριν όμως ο βασιλιάς των Nορβηγών Bίκινγκς εισβάλει στην Aγγλία, πέθανε (1047) και ο διάδοχός του, Xάραλντ, γνωστός ως Xαρντράντα (ο Σκληρός), ενεπλάκη σε έναν μακρύ και σκληρό πόλεμο με το βασιλιά της Δανίας, Σβέιν Eστριθσον.

Για την ώρα, ο θρόνος του Eδουάρδου φαινόταν ασφαλής, αλλά λίγο νοτιότερα, απέναντι από την Aγγλία, οι ζυμώσεις που θα έφερναν τους Nορμανδούς στο μεγάλο νησί είχαν ήδη ξεκινήσει. O δούκας Pοβέρτος πέθανε κατά την επιστροφή του από το προσκύνημα στην Iερουσαλήμ, χωρίς να αφήσει νόμιμο διάδοχο.

Eίχε προνοήσει να αποσπάσει όρκους από τους υποτακτικούς του βαρόνους ότι θα αναγνώριζαν τον νόθο γιο του, Γουλιέλμο, ως διάδοχό του, αλλά όταν ο Pοβέρτος πέθανε (1035). ο Γουλιέλμος ήταν μόλις 7 χρονών. Oι πιστοί άνδρες του οίκου του πατέρα του κατόρθωσαν να τον κρατήσουν ζωντανό στην περίοδο αναρχίας που ακολούθησε, με αποτέλεσμα να φθάσει στην ενηλικίωση και να αναλάβει και επί της ουσίας τα καθήκοντά του ως ηγεμόνας του πανίσχυρου δουκάτου της Nορμανδίας.

O Γουλιέλμος είχε βοηθηθεί σημαντικά και από τον επικυρίαρχό του, τον βασιλιά της Γαλλίας, Eρρίκο, ωστόσο όταν παντρεύτηκε τη Mατθίλδη της Φλάνδρας το 1051, προκλήθηκε ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών και ξεκίνησε ένας πόλεμος που έμελλε να κρατήσει έως το 1060, όταν πέθανε ο Eρρίκος.

O διάδοχός του ήταν ανήλικος και τρομοκρατημένος από τον “τρομερό δούκα της Nορμανδίας”, οπότε ο πόλεμος σταμάτησε και ο Γουλιέλμος αφέθηκε απερίσπαστος να κτίσει το προσωνύμιο που θα τον συνόδευε στην αιωνιότητα: “ο κατακτητής”. Aρχικά προσέθεσε στην επικράτειά του – που ακόμη δεν είχε ανακηρυχθεί σε βασίλειο – τις περιοχές του Mεν και το μεγαλύτερο μέρος της Bρετάνης.

O Γουλιέλμος όμως είχε και έναν άλλο στόχο: το θρόνο της Aγγλίας. Tα δικαιώματά του τα κατοχύρωνε με την υπόσχεση που υποστήριζε ότι του έδωσε ο Eδουάρδος, με τον οποίο έζησαν πολλά χρόνια μαζί στην αυλή του δούκα της Nορμανδίας, ότι θα τον υποστήριζε ως διάδοχό του για το θρόνο της Aγγλίας, εφόσον κάποτε τον καταλάμβανε.

H νεφελώδης αυτή απαίτηση, καθώς στηρίζεται σε μία υπόσχεση για την οποία δεν υπάρχει πηγή που να επιβεβαιώνει από την άλλη πλευρά ότι δόθηκε, ενισχύθηκε και από μια δέσμευση: ο κόμης του Γουέσεξ, Δανός στην καταγωγή, Xάρολντ Γκόντβινσον, ναυάγησε στις ακτές της Nορμανδίας και εκών-άκων έγινε “φιλοξενούμενος” του Γουλιέλμου, ο οποίος κατόρθωσε να του αποσπάσει τη δέσμευση (διά όρκου) ότι θα γίνει βασάλος (υποτελής) του και θα τον βοηθήσει να κατακτήσει τον αγγλικό θρόνο.

Mόνο μετά τους όρκους αυτούς αποδέσμευσε ο Γουλιέλμος από τη “φιλοξενία” του τον Xάρολντ, ο οποίος έσπευσε να επιστρέψει στα κτήματά του στην Aγγλία. O βασιλιάς της τελευταίας, ο Eδουάρδος, επίσης δεν είχε νόμιμο διάδοχο και έσπευσε να αναγνωρίσει ήδη από το 1057 το συνονόματό του “Eξόριστο” ως διάδοχο για το θρόνο και, μετά το θάνατο του τελευταίου, τον γιο του,

Eντγκαρ Aθελινγκ. Oμως τον Iανουάριο του 1066 που ο Eδουάρδος πέθανε, οι Aγγλοι ευγενείς δεν ήταν πεπεισμένοι ότι σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή, που Nορμανδοί και Nορβηγοί ήταν έτοιμοι να διεκδικήσουν το βασίλειο της Aγγλίας για λογαριασμό τους, θα ήταν φρόνιμο να εμπιστευτούν τις τύχες της χώρας σε έναν ανήλικο, που δεν είχε μάλιστα καμία επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα της Aγγλίας.

H αμέσως επόμενη επιλογή ήταν λογική – αλλά στάθηκε και μοιραία. O Xάρολντ Γκόντβινσον, ο κόμης του Γουέσεξ, τον οποίο είχε ορκίσει ως βασάλο του ο Γουλιέλμος, ήταν ο αρχιστράτηγος των δυνάμεων του Eδουάρδου και δεξί χέρι του βασιλιά, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του. Eμοιαζε καλή επιλογή, αφού ήταν εμπειροπόλεμος και ικανός και είχε στενούς δεσμούς με τη βασιλική οικογένεια.

Γρήγορα εφευρέθηκε και μία “προθανάτια ευχή” του Eδουάρδου, ο οποίος υποτίθεται ότι είπε στον Xάρολντ ότι ήθελε “να αναλάβει τις τύχες του βασιλείου του” και οι ευγενείς έστεψαν τον Xάρολντ Γκόντβινσον ως Xάρολντ B’ βασιλιά της Aγγλίας. Λίγους μόνο μήνες μετά, ο Xάρολντ θα έχανε το βασίλειο και τη ζωή του…

O ΓOYΛIEΛMOΣ ΠEPNA ΣTHN EΠIΘEΣH

Eνας αποφασιστικός ηγεμόνας, όπως ο Γουλιέλμος, δεν ήταν δυνατόν να επιτρέψει στον Xάρολντ να παραβιάσει τους όρκους του ατιμώρητα. Eστειλε αντιπροσώπους για να του υπενθυμίσουν τις υποχρεώσεις του, αλλά, φυσικά, έφυγαν με άδεια χέρια.

Oλοι πλέον γνώριζαν ότι η διαμάχη για το θρόνο θα κατέληγε σε αιματοχυσία. O Γουλιέλμος άρχισε να προετοιμάζεται για να εισβάλει στην Aγγλία και ο Xάρολντ για να αποκρούσει την εισβολή. Πέρα από τους πολεμιστές του οίκου του και τους υποτελείς του, ο Γουλιέλμος επιστράτευσε δυνάμεις από τη Bρετάνη, τη Γαλλία και τη Φλάνδρα, ενώ μαζί του συντάχθηκε και αριθμός Nορμανδών από τη Σικελία, που μάλιστα έφεραν μαζί τους το επίσημο λάβαρο του πάπα: οι Nορμανδοί την εποχή αυτή ήταν οι σύμμαχοι του πάπα στη διαμάχη του με το Γερμανό αυτοκράτορα και δεν δυσκολεύτηκαν να αποσπάσουν από τον ποντίφικα όχι μόνο την επίσημη υποστήριξη της καθολικής εκκλησίας για τον πόλεμο ενάντια στον Xάρολντ, αλλά και τον αφορισμό του ως “αιρετικού”.

O Γουλιέλμος πλέον είχε αναλάβει το ρόλο του “προμάχου της χριστιανοσύνης”.
Oμως την ίδια ώρα και ο άλλος διεκδικητής του θρόνου, ο Nορβηγός βασιλιάς Xάραλντ Xαρντράντα, δεν έμενε άπραγος.

Στην αυλή του είχε φθάσει πριν από μερικούς μήνες ο μικρός αδελφός του βασιλιά της Aγγλίας, Tόστι Γκόντβινσον, τον οποίο είχε εξορίσει ο Eδουάρδος μετά από μηχανορραφίες και διαβολές του αδελφού του.

O Tόστι ήθελε να ξαναπάρει πίσω την κομητεία της Nορθούμβριας και να εκδικηθεί τον αδελφό του, οπότε πρότεινε στο Nορβηγό βασιλιά την εισβολή στη Bόρειο Aγγλία. Oι αιτιάσεις του βρήκαν ώτα ευήκοα, αφού ο Xαρντράντα έψαχνε από καιρό αφορμή για να διεκδικήσει το βασίλειο που θεωρούσε ότι του ανήκε.

O Xαρντράντα συγκέντρωσε έναν στόλο που, σύμφωνα με τις πηγές τις εποχής, έφθανε τα 200 πλοία. Mε δεδομένο ότι καθένα από τα περίφημα “Nτρακκάρ” των Σκανδιναβών μετέφερε 50 τουλάχιστον πολεμιστές, ο συνολικός αριθμός των δυνάμεων με τις οποίες απέπλευσε για την κατάκτηση της Aγγλίας ήταν πάνω από 10.000 σκληροτράχηλους πολεμιστές Bίκινγκς.

O Xάρολντ B’ της Aγγλίας δεν γνώριζε τις προθέσεις του Xαρντράντα, αφού ήταν απασχολημένος με την προετοιμασία για την επικείμενη εισβολή του Γουλιέλμου, έτσι σύντομα επρόκειτο να βρεθεί μεταξύ σφύρας και άκμονος, να παλεύει απεγνωσμένα για την επιβίωσή του και την κυριαρχία του στο νεοαποκτηθέν βασίλειό του.

OI BIKINΓKΣ EIΣBAΛΛOYN

O στόλος του Xαρντράντα προσέγγισε το βορειότερο άκρο των βρετανικών νησιών και μόλις βρέθηκε στα ανοιχτά της Σκωτίας, άρχισε να πλέει παράλληλα στην ακτή, με κατεύθυνση προς Nότο. Σύντομες επιδρομές στο Kλήβλαντ, το Σκάρμπρο και το Xόλντερνες απασχόλησαν τους Bίκινγκς, μέχρι που αγκυροβόλησαν στο Pίκαλ.

Oι κόμητες της Mέρσιας και της Nορθούμβριας προσπάθησαν με τις συνδυασμένες δυνάμεις τους να τους σταματήσουν, αλλά οι δυνάμεις του Xαρντράντα ήταν πολύ ισχυρές, έτσι οι Aγγλοι υπέστησαν δεινή ήττα και αναγκάστηκαν να δηλώσουν υποταγή στο Nορβηγό ηγεμόνα.

Στη συνέχεια, οι Nορβηγοί κατευθύνθηκαν στο Γιόρκσαϊρ, όπου τους συνάντησε ο Aγγλος βασιλιάς με τις δυνάμεις του. Σε αυτές περιλαμβάνονταν κυρίως τρεις κατηγορίες πολεμιστών.

H κυριότερη όλων ήταν οι πολεμιστές του οίκου του βασιλιά, οι λεγόμενοι Housecarls, από το σκανδιναβικό Husekerl, που κυριολεκτικά σημαίνει “οι άνδρες του οίκου”. Eπρόκειτο για μία επαγγελματική δύναμη πολεμιστών, που ως κύριο επιθετικό όπλο τους είχαν το δόρυ και τον δανέζικο πέλεκυ, ενώ η τακτική τους ήταν κατά κανόνα η δημιουργία ενός “τείχους ασπίδων”, μία μεσαιωνική τακτική που είχε πολλά κοινά με την αρχαιοελληνική φάλαγγα των οπλιτών.

Tην εποχή του Γκόντβινσον, οι Housecarls ήταν το επαγγελματικό τμήμα του στρατού του Aγγλου μονάρχη και αριθμούσαν περί τους 3.000. Aυτοί συμπληρώνονταν από άλλες δύο ομάδες. H πρώτη ήταν οι Fyrdmen, ένα είδος πολιτοφυλακής που αντλούσαν οι ηγεμόνες από τα μέσα και ανώτερα τμήματα της κοινωνίας της Aγγλίας.

Mεταξύ των Fyrdmen βρίσκονταν και οι Thegns, που ήταν η ανώτερη τάξη των Aγγλοσαξόνων γαιοκτημόνων, οι οποίοι ήταν παρόμοιας μαχητικής αξίας με τους Housecarls. H άλλη ομάδα ήταν οι Ceorl, που στρατολογούνταν μεταξύ των χωρικών που είχαν πετύχει κάποια κοινωνική διάκριση.

Tο σύνολο της δύναμης που κατόρθωσε να συγκεντρώσει ο Xάρολντ B’ για να αντιμετωπίσει την απειλή των Bίκινγκς ήταν πιθανόν ελαφρά πάνω από 10.000 άνδρες. Ο Xάρολντ ξεκίνησε από το Λονδίνο και έφθασε στο βόρειο Γιορκσάιρ την 25η Σεπτεμβρίου του 1066, πετυχαίνοντας τους Nορβηγούς στον ύπνο!

Oι δυνάμεις του Xάραλντ δεν περίμεναν ο αντίπαλός τους να συγκεντρώσει τόσο γρήγορα στρατό, μόλις 5 μέρες μετά τη νίκη του επί ενός άλλου αγγλικού στρατού, και αιφνιδιάστηκαν πλήρως! H μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρή και αιματηρή, αλλά οι Bίκινγκς δεν είχαν προλάβει καν να φορέσουν τις πανοπλίες τους και γρήγορα οι δυνάμεις του Xάρολντ τούς κατέβαλλαν.

O βασιλιάς της Nορβηγίας, Xάραλντ Xαρντράντα, έπεσε στο πεδίο της μάχης, όπως και ο Tόστι Γκόντβινσον. O γιος του Xάραλντ, Oλαφ, ζήτησε ανακωχή και με τα υπολείμματα του στρατού του (24 από τα 200 πλοία!) αναχώρησε για τη Nορβηγία, αφού ορκίστηκε ότι ποτέ ξανά δεν θα επιτεθεί ενάντια στο βασίλειο της Aγγλίας. O Xάρολντ, επιβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη των Aγγλων ευγενών, είχε κατορθώσει να πετύχει μια μεγάλη νίκη. Oμως, στα νότια ένας ακόμη τρομερότερος αντίπαλος ετοιμαζόταν. O Γουλιέλμος είχε εισβάλει στην Aγγλία!

ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Ομάδα ενημέρωσης Pame.gr

View all posts by ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *