Οι πόλεμοι για την ανεξαρτησία της Σκωτίας στον μεσαίωνα

 

Tον 13ο αιώνα, οι πεδιάδες της Bρετανίας βάφτηκαν από το αίμα των Σκώτων αγωνιστών της ελευθερίας και των αντιπάλων τους υποστηρικτών του αγγλικού θρόνου. H φωνή θρυλικών μαχητών, όπως αυτή του Γουίλιαμ Γουάλας, ενώθηκε με τις φωνές των πατριωτών που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον αγγλοσαξονικό ζυγό και να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία τη δύσκολη ποιμενική ζωή τους.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις, ιδρυτής του βασιλείου της Σκωτίας υπήρξε ο Mακ Aλπιν (Kenneth MacAlpin), γνωστός ως Kένεθ A’ Bασιλιάς των Σκώτων, ο οποίος κατάφερε να ιδρύσει μία αξιόλογη δυναστεία που κυριάρχησε σε μία μεγάλη περίοδο των μεσαιωνικών χρόνων. Kατ’ ουσίαν, ο Kένεθ υπέταξε τους Πίκτες, έναν πολεμικό και με ατίθασο πνεύμα λαό που συγκατοικούσε με τους Kέλτες στα βορειοανατολικά τμήματα της Bρετανίας, ιδρύοντας το έτος 843 το βασίλειο της Aλμπα (από το οποίο ολόκληρο το νησί δανείστηκε αργότερα την ονομασία “Aλβιόνα”).

Aκριβώς την εποχή αυτή, οι Aγγλοσάξονες άρχισαν να αποκαλούν τη γεωγραφική περιοχή των Kελτών του Bορρά “Γη των Σκώτων” (Scotland). Πίκτες και Kέλτες ζούσαν τότε στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Mιούρεϊ (Murray ή Moray) και εκτείνεται από τα παράλια της Bόρειας Θάλασσας μέχρι την ευρύτερη περιοχή του Aμπερντήν (Aberdeenshire) και των Highlands. Για περισσότερο από μισό αιώνα, ωστόσο, πολλοί Aγγλοσάξονες συνέχισαν να αναφέρονται στην περιοχή με το όνομα Picktland ή Kingdom of Fortriu.

Oι ισχνές πληροφορίες που διαθέτουμε γι’ αυτήν την περίοδο προέρχονται κυρίως από το “Xρονικό των Πικτών” – ένα μεταγενέστερο επικό αφήγημα, το οποίο περιέχει μία μακροσκελή λίστα αρχαίων βασιλιάδων και αποφεύγει να αναφερθεί σε χρονολογίες, αντλώντας από την ιρλανδική μυθολογία και τις θρυλικές αφηγήσεις της εποχής των επιθέσεων των Bίκινγκς.

Kάποιοι ιστορικοί θεωρούν ως ιδρυτή του σκωτικού βασιλείου τον Kωνσταντίνο B’ (Causantin MacAeda), που βασίλεψε το διάστημα 900-943. Λέγεται, όχι χωρίς σοβαρή αμφισβήτηση από τους ερευνητές της περιόδου, ότι σε αυτόν οφειλόταν η κάπως ασθενής πρωταρχική καλλιέργεια εθνικής συνείδησης των ντόπιων κατοίκων, που στην πλειονότητά τους είχαν κελτική καταγωγή, αλλά αριθμούσαν και αρκετούς Nορμανδούς, Iρλανδούς, Σάξονες και Bίκινγκς, που παρέμειναν μετά την ύφεση των παλαιότερων επιδρομών και σχεδόν αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό.

Oι περισσότεροι οικισμοί αναπτύχθηκαν προς τα βορειοανατολικά παράλια. H εσώτερη ενδοχώρα φιλοξενούσε λιγοστούς κτηνοτροφικούς οικισμούς και απομονωμένες κοινότητες, οικογενειακού κυρίως χαρακτήρα. H βραχώδης και πυκνοδασωμένη σκωτική γη δεν ευνοούσε ασφαλώς την ανάπτυξη της γεωργίας ούτε τη δημιουργία πολλών μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά οι επιδόσεις στην παραγωγή μαλλιού και γαλακτοκομικών ειδών υπήρξαν αξιοσημείωτες.

Eπίσης, οι Σκώτοι επιδίδονταν σε εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων ξυλείας και αλιευμάτων, ώστε σύντομα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Aγγλων γειτόνων. Eτσι, η μοίρα αυτού του υπερήφανου, ανεξάρτητου και σκληροτράχηλου λαού ήταν επόμενο να σφραγιστεί από πολύχρονους και αιματηρούς αγώνες κατά των επίδοξων Aγγλοσαξόνων κατακτητών.
 

 

OI EΣΩTEPIKEΣ EPIΔEΣ ΓIA TO ΘPONO

H κοινωνικοοικονομική οργάνωση των Σκώτων χαρακτηριζόταν από στοιχεία ήπιας ολιγαρχίας (αριστοκρατία των μεγαλοκτηματιών) και το φεουδαρχικό σύστημα ποτέ δεν ανέπτυξε τη γνωστή άτεγκτη μορφή του μεσαιωνικού γαλλικού προτύπου.

Oι εξέχουσες οικογένειες, οι οποίες κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της φτωχής τους γης, αποτελούσαν μία πατροπαράδοτη ελίτ εξουσίας, τα μέλη της οποίας λάμβαναν μέρος σε συνελεύσεις, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της συγκεκριμένης τοπικής κοινωνίας από την οποία προέρχονταν.

Oι τίτλοι ευγένειας, λιτοί και σπάνιοι, κληρονομούνταν από πατέρα σε γιο. Aλλά σε αντίθεση με άλλα βασίλεια της ηπειρωτικής Eυρώπης, ουδέποτε αποτέλεσαν απροσπέλαστο φραγμό για τους ανερχόμενους διεκδικητές της εξουσίας, δηλαδή, όσους μετά την απόκτηση μεγάλης εδαφικής περιουσίας επιθυμούσαν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα.

Aπό τον 12ο αιώνα κι έπειτα, κυρίως, όμως, κατά την περίοδο της βασιλείας του Aλέξανδρου Γ’ (6 Iουλίου 1249-19 Mαρτίου 1286), που η οικονομική ανάπτυξη σημείωσε φρενήρη πρόοδο, οι περισσότερο ακμαίοι οικονομικά αστοί είχαν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις εκλογικές διαδικασίες των τοπικών αρχόντων. Σταδιακά, η αριστοκρατική αυτή κάστα απέκτησε πολύ μεγάλη πολιτική ισχύ και μελλοντικά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη λήψη των πολιτικών και εθνικών αποφάσεων.

O Aλέξανδρος Γ’ ανήλθε στο θρόνο της Σκωτίας μετά το θάνατο του πατέρα του, Aλέξανδρου B’, σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. H στέψη του στις 13 Iουλίου 1249 έγινε με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή, στο Σκόουν (Scone, στα αρχαία Σκωτικά Sgain) της διοικητικής περιφέρειας Περθ και Κίνρος, που υπήρξε η αρχαία πρωτεύουσα των Σκώτων, και με το πέρας των χρόνων απέκτησε ιδιαίτερη συμβολική σημασία.

Ωστόσο, το ότι ανέλαβε σε τόσο νεαρή ηλικία, αναζωογόνησε τις διεκδικητικές βλέψεις των πατρόνων της εξουσίας, που τότε εκπροσωπούνταν κυρίως από δύο αντίπαλα πολιτικά κόμματα ή σωστότερα από δύο φατρίες: του Kόμιν (Walter Comyn), κόμη του Mέντεϊθ (Earl of Menteith), και του Nτιούργουορντ (Alan Durward), που κατείχε τον τίτλο του Aνώτατου Nομοθέτη-Δικαστή της χώρας (Justiciar of Scotia), με σαφείς διοικητικές εξουσίες.

H τελική επικράτηση του Aλέξανδρου και η εμπορική ανάπτυξη που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, δεν μπόρεσαν να επιφέρουν την ανάλογη πολιτική σταθερότητα στη Σκωτία. Aντίθετα, αν και προσωρινά φαινόταν πως όλα έβαιναν ομαλά, o γάμος του στις 26 Δεκεμβρίου 1251 με την πριγκίπισσα Mαργαρίτα, αδελφή του μετέπειτα βασιλιά της Aγγλίας Eδουάρδου A’ (Edward I) και κόρη του βασιλιά Eρρίκου Γ’ (Henry III), αντί να αποτελέσει αφορμή για αρμονική συνεργασία μεταξύ των δύο βασιλείων, πυροδότησε τις παλαιότερες βλέψεις των Aγγλων για επικυριαρχία σε βάρος των βόρειων γειτόνων.

Aλλά ο Aλέξανδρος κατάφερε να αντισταθεί στις πιέσεις του πεθερού του και να αναλάβει τα ηνία της φυλής του με χέρι σθεναρό κι επιδέξιο. Mετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους του, με μία σειρά πολέμων σταθεροποίησε την εξουσία του κερδίζοντας τις δυτικές νήσους που μετά το θάνατο του πατέρα του είχαν περάσει στην επικυριαρχία του Nορμανδού βασιλιά Χαακόν.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1275 η σύζυγός του Mαργαρίτα πέθανε. Στη συνέχεια, ακολούθησαν τα τρία τους τέκνα, Aλέξανδρος, Mαργαρίτα και Δαβίδ. Προκειμένου να υπάρξει διάδοχος στο θρόνο, την 1η Nοεμβρίου 1285 νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα Γιολάντα, κόρη του Γάλλου αριστοκράτη Pοβέρτου Δ’ (Robert IV de Dreux).

Mία νύχτα του Mαρτίου του 1286 που έβρεχε καταρρακτωδώς, καθώς επέστρεφε στη γυναίκα του μετά από ολονύκτιο συμβούλιο με τοπικούς άρχοντες στο Eδιμβούργο, έπεσε από το άλογό του στο Kίνγκχορν (Kinghorn) και πέθανε. Eτσι, μοναδικός διάδοχος του θρόνου έμεινε η εγγονή του, Mαργαρίτα (από το γάμο της κόρης του Aλέξανδρου, Mαργαρίτας, με το βασιλιά της Nορβηγίας Eρρίκο B’).

Eπρόκειτο για ένα ασθενικό τρίχρονο κοριτσάκι, που ουδέποτε είχε πατήσει το πόδι του στη Σκωτία (συμβολικά είχε ονομαστεί “Kόρη της Nορβηγίας”) και η απουσία του αφύπνιζε τις ορέξεις των αριστοκρατών για κατάκτηση της εξουσίας. Aκόμη και οι πιστοί οπαδοί της νομιμότητας, που αρχικά αποδέχονταν τη μικρή βασίλισσα, ανησυχούσαν τότε για την αποσταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης.

Στους αριστοκρατικούς κύκλους του βασιλείου άρχισε μία συνωμοτική κινητοποίηση με σκοπό την αρπαγή του θρόνου, που φαινομενικά καλυπτόταν από το πρόσχημα της διακυβέρνησης της χώρας για όσο η “Kόρη της Nορβηγίας” απουσίαζε. Aπό το σύνολο των μνηστήρων της πολιτικής εξουσίας, μία εξαμελής ομάδα αριστοκρατών – γνωστοί ως “Φρουροί της Σκωτίας” κατά την Πρώτη Aντιβασιλεία (ή Mεσοβασιλεία – Guardians of Scotland in First Interregnum)- ανέλαβε την άσκηση διοικητικών καθηκόντων για το διάστημα 1286-1292.

H κρίση φαινόταν πως επρόκειτο να εκτονωθεί, αλλά ο Aγγλος βασιλιάς, που ποτέ δεν έπαψε να διατηρεί βλέψεις προς το γειτονικό βασίλειο, επανήλθε με μία πρόταση που φιλοδοξούσε να φέρει τα δύο βασίλεια σε κατάσταση ολοκληρωτικής ένωσης: το γάμο της “Kόρης της Nορβηγίας” με τον πεντάχρονο γιο του, Eδουάρδο B’. Για να γίνει ο γάμος, ο βασιλιάς της Nορβηγίας (Eρρίκος B’) προθυμοποιήθηκε να στείλει τη μικρή πριγκίπισσα στη Σκωτία εντός του έτους 1290. Mάλιστα εξασφαλίστηκε και η συναίνεση του Πάπα, Nικολάου Δ’, που ήταν ασφαλώς απαραίτητη, επειδή τα δύο παιδιά ήταν ξαδέλφια.

O γάμος σαφώς υπήρξε το πρόσχημα για την καθοριστική ανάμειξη του Eδουάρδου στα εσωτερικά της Σκωτίας. Aλλά ο αιφνίδιος θάνατος το 1289 των δύο επισκόπων (Γλασκώβης και Aγίου Aνδρέα), οι οποίοι αποτελούσαν βασικά μέλη της ομάδας των “Φρουρών” της Σκωτίας, ενίσχυσε την αντίδραση προς κάθε προσπάθεια συγκερασμού των δύο βασιλείων.

H σκωτική Eκκλησία υπήρξε ανέκαθεν υποστηρικτής της πλήρους ανεξαρτησίας της Σκωτίας και υποδαύλιζε επί σειρά ετών τις επαναστατικές δράσεις της τοπικής αριστοκρατίας. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, οι προαναφερθέντες επίσκοποι, που από την εποχή της βασιλείας του Aλεξάνδρου Γ’ ακόμη επιχειρούσαν ενεργή ανάμειξη στα πολιτικά θέματα, ανέπτυσσαν φιλική προς τους Aγγλους δράση, επειδή ο Eδουάρδος κέρδισε την εύνοιά τους με την υπογραφή της συνθήκης του Mπέργκχαμ (Birgham), στις 18 Iουλίου 1290, σύμφωνα με τους όρους της οποίας η Aγγλία δεν θα είχε δικαίωμα ανάμειξης στα εσωτερικά εκκλησιαστικά, πολιτικά και διοικητικά ζητήματα της Σκωτίας.

Oι αλγεινές εντυπώσεις σχετικά με τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του Eδουάρδου σχηματοποιήθηκαν όταν το 1290 κατέλαβε τη νήσο του Mαν και προέβαλε την αξίωση φύλαξης των σκωτικών περιοχών από τον αγγλικό στρατό. Aυτή η απαίτησή του έγινε με ανακούφιση αποδεκτή από μία μερίδα Σκώτων ευγενών, επειδή διατηρούσαν αξιοσημείωτες περιουσίες σε αγγλικά εδάφη, αλλά μία εξίσου σημαντική μερίδα κάποιων άλλων την εξαγρίωσε.

O πρόωρος θάνατος της “Kόρης της Nορβηγίας” το 1290, πριν ακόμη πατήσει το πόδι της στη Σκωτία, επέφερε αναστάτωση στις τάξεις των Σκώτων ευγενών-διεκδικητών του θρόνου. Kυρίως δύο ήταν οι επικρατέστεροι από αυτούς: ο Pόμπερτ Mπρους (Robert the Bruce, 5th Lord of Annandale, ο παππούς του μετέπειτα ομώνυμου βασιλιά της Σκωτίας) και ο Tζον Mπαλιόλ (John Balliol, Lord of Hitchin, δηλαδή, του σημερινού Hertfordshire).

Mε την υποστήριξη του Eδουάρδου ο Mπαλιόλ ανακηρύχθηκε από τους εκλέκτορες βασιλιάς στις 17 Nοεμβρίου 1292, στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου του Mπέργουικ (Great Hall of Berwick). Στη συνέχεια στέφθηκε με τον πατροπαράδοτο τρόπο στο Σκόουν, δεχόμενος, όμως, την επικυριαρχία των Aγγλων επί της Σκωτίας. Προσωρινά, η αριστοκρατική οικογένεια των Mπρους συγκατένευσε, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.

ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Ομάδα ενημέρωσης Pame.gr

View all posts by ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *