Η ομοφυλοφιλία στον Μεσαίωνα

Όσον αφορά την ιστορία της ομοφυλοφιλίας, πρέπει να σημειωθεί εκ των προτέρων ότι ούτε για την πρώιμη ούτε για τη Μεσαιωνική περίοδο υπάρχουν πηγές που να μας πληροφορούν ειδικά για την καθημερινή ζωή ή τη δικαστική δίωξη και εκτέλεση αντρών και γυναικών που είχαν σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου.

Αυτό συμβαίνει για τον απλό λόγο ότι η έννοια του ομοφυλόφιλου ως ατόμου που ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγορία ήταν απολύτως άγνωστη εκείνη την εποχή και ο όρος τρίτο φύλο ήταν γνωστός, αλλά μόνο από τα έργα του Πλάτωνα. Ακολουθώντας τις κλασικές αντιλήψεις, οι άνθρωποι του Μεσαίωνα έκριναν τους άλλους με βάση την συμπεριφορά τους απέναντι στη φύση, μα άλλα λόγια ανάλογα με το αν οι πράξεις τους εξυπηρετούσαν ή όχι τον απώτερο σκοπό της αναπαραγωγής. Αυτοί που σήμερα ονομάζονται ομοφυλόφιλοι

συγκαταλέγονταν τότε σε μια ευρύτερη κατηγορία ατόμων, που περιλάμβανε επίσης τους κτηνοβάτες, όσους έκαναν πρωκτικό ή στοματικό σεξ κι εκείνους που έπαιρναν μέτρα αντισύλληψης ή έκαναν αμβλώσεις. Ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί ομοιογενής νομοθεσία για τα ζητήματα σεξουαλικής ηθικής, και οι άντρες και οι γυναίκες που τελούσαν τέτοιες πράξεις βρίσκονταν κάτω από τη δικαιοδοσία των τοπικών επισκόπων, οι οποίοι επέβαλαν ποινές με σκοπό την αναμόρφωση των αμαρτωλών και τη δυνητική επανάκαμψή τους στον ορθό δρόμο της Εκκλησίας.

Μόλις από τον 13ο αιώνα και μετά άρχισε να αποδίδεται στους ομοφυλόφιλους άντρες η συνηθισμένη στο εξής ονομασία σοδομίτες. Τότε άρχισε και η υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία της Ιεράς Εξέτασης η οποία ιδρύθηκε από τον Γρηγόριο τον ένατο στα 1233 και είχε το δικαίωμα να βασανίζει και να εκτελεί όσους έκρινε ένοχους.

Παράλληλα, σε όλες τις σημαντικές πόλεις της Ευρώπης, τη Βενετία, τη Φλωρεντία, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Γάνδη, την Μπριζ και την Κολωνία, συστήθηκαν κατά τον 14οκαι τον 15ο αιώνα ειδικές επιτροπές που δίωκαν τους σοδομίτες, επιβάλλοντας πλήθος θανατικές καταδίκες.

Ακολούθησαν τα επισκοπικά κρατίδια και οι ελεύθερες πόλεις της Γερμανίας, όπως το Άουγκσμπουργκ, το Ρέγκενσμπουργκ και η Βασιλεία, που οργάνωσαν με τη σειρά τους κυνήγια μαγισσών εναντίον ολόκληρων ομάδων αντρών και προσήγαγαν συγκεκριμένα άτομα σε δίκες. Κατά τη διάρκεια αυτού του κύματος διώξεων, έγιναν ανακρίσεις και επιβλήθηκαν ποινές ακόμα και σε βασιλιάδες, πρίγκιπες και πάπες.

Ωστόσο, πέρα από τις νομικές και τις θρησκευτικές διαστάσεις του ζητήματος της ομοφυλοφιλίας, από τη μελέτη της ιστορίας του Μεσαίωνα αναδεικνύεται και ένα λογοτεχνικό και πολιτισμικό περιβάλλον μέσα από το οποίο άνθισαν οι ομόφυλες σχέσεις τουλάχιστον οι σχέσεις μεταξύ αντρών. Αυτό φαίνεται καθαρά στις περιπτώσεις ορισμένων ομάδων οι οποίες αντάλλασαν μεταξύ τους γράμματα και ποιήματα που υμνούσαν την αντρική φιλία και την ομοερωτική κουλτούρα.

Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν ο γαλλορωμαϊκός κύκλος του ποιητή Βενάντιου Φορτουνάτου κατά τον 6ο αιώνα, οι αυλικοί λόγοι και οι επίσκοποι της εποχής του Καρλομάγνου και του Λουδοβίκου του Ευσεβούς κατά τον ύστερο όγδοο και τον πρώιμο ένατο αιώνα, καθώς και οι κληρικοί και οι ποιητές του Λίγηρα των αγγλονορμαδικών βασιλικών αυλών κατά τον δέκατο, τον ενδέκατο και τον δωδέκατο αιώνα.

Ύστερα από μεγάλο διάστημα, ο ομοερωτισμός αναβιώνει κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα μεταξύ ορισμένων εκπροσώπων των νεοπλατωνιστών της Φλωρεντίας, όπως ο Μαρσίλιο Φιτσίνο και ο Πίκο ντέλα Μιράντολα, καθώς και τη Ρωμανική Ακαδημία του Πομπόνιο Λέτο. Τέλος, την εποχή της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, αναπτύχθηκε στο Ρότερνταμ ένας παρόμοιος κύκλος φίλων γύρω από τον Έρασμο, καθώς και στην περιοχή του Άνω Ρήνου γύρω από τον Γιάκομπ Βιμπφέλινγκ.

Η αγάπη μεταξύ φίλων εκφραζόταν με αγκαλιές και φιλιά και με αφιερώσεις στα δημοσιευμένα τους έργα, αλλά ποτέ από όσο ξέρουμε τουλάχιστον με σεξουαλικές πράξεις, οι οποίες θεωρούνταν αμαρτωλές. Έτσι ο Μεσαίωνας είχε δύο κατηγορίες αντρών που αγαπούσαν τους άλλους άντρες: τους καταραμένους σοδομίτες, που μετείχαν σε αφύσικες σεξουαλικές πράξεις και τους κοινωνικά επιφανείς και αξιοσέβαστους φίλους, που μέσα από τα γράμματα, τα ποιήματα και τις φιλοσοφικές τους πραγματείες καλλιεργούσαν και μοιράζονταν ένα υπερβατικό είδος έρωτα.

Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, οι χριστιανοί της δυτικής Ευρώπης δεν υπόκειντο σε καμία συγκεντρωτική παπική ή αυτοκρατορική απαγόρευση κάποιων συγκεκριμένων σεξουαλικών πρακτικών. Οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις μεταξύ του έκτου και του δέκατου αιώνα τιμωρούνταν μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας και σύμφωνα με το πνεύμα της χριστιανικής μετάνοιας, ενώ οι ποινές που επιβάλλονταν διέφεραν σημαντικά από τόπο σε τόπο κι από περιοχή σε περιοχή.

Εκτός από όσα δίδασκε η Βίβλος και η σχολαστική ερμηνεία της, η εκκλησία αντιμετώπιζε την ομοφυλοφιλία με δύο τρόπους: είτε με βάση τις αποφάσεις της εκκλησιαστικής συνόδου, οι οποίες αργότερα εντάχθηκαν στην εκκλησιαστική νομοθεσία, είτε μέσα από τη χρήση των λεγόμενων βιβλίων μετανοίας. Αυτά τα βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν πρώτα στην Ιρλανδία, στα τέλη του έκτου αιώνα, και αργότερα στην Αγγλία, ήταν εγχειρίδια που βοηθούσαν τους ιερείς

να καταγράφουν και να διαχειρίζονται τις καθημερινές παρεκτροπές των κληρικών και των λαϊκών του ποιμνίου τους. Ήταν ιδιωτικού τύπου κείμενα, τα οποία σπάνια υιοθετούνταν επίσημα από κάποιον ανώτερο εκκλησιαστικό παράγοντα επίσκοπο ή αβά και πραγματεύονταν διάφορα σεξουαλικά αμαρτήματα, όπως την αντισύλληψη, την άμβλωση, τον αυνανισμό, τη μοιχεία, τη συμβίωση εκτός γάμου, το πρωκτικό σεξ,άλλες πρακτικές σεξουαλικής ικανοποίησης, τη σεξουαλική συνεύρεση με άτομα του ίδιου φύλου και την τεχνητή πρόκληση σεξουαλικής ικανοποίησης μεταξύ γυναικών, ή τη συνεύρεση μεταξύ ανθρώπου και ζώου.

Για να συγχωρεθούν αυτά τα αμαρτήματα έπρεπε να ακολουθηθεί μια λεπτομερής και συστηματική διαδικασία εξιλέωσης, η οποία διαμορφωνόταν ανάλογα με τη διάρκεια και τη βαρύτητα του αμαρτήματος και περιλάμβανε νηστείες, ψαλμούς, πράξεις φιλανθρωπίας, σωματικές τιμωρίες καθώς και αποκλεισμό από τα ιερά μυστήρια ή άλλες ιερές τελετές.

Βλέποντας κανείς τον κατάλογο των παραπτωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτά τα βιβλία, εντυπωσιάζεται από το ευρύ φάσμα των αμαρτημάτων που θεωρείται ότι παρεμποδίζουν την αναπαραγωγή ή συνιστούν αποφυγή του αναπαραγωγικού σκοπού της σεξουαλικής πράξης. Κατά κανόνα, οι ποινές που επιβάλλονταν γι΄ αυτού του είδους τα παραπτώματα ήταν προσωπικού και ποσοτικού χαρακτήρα και δεν συνεπάγονταν τον αποκλεισμό του αμαρτήσαντος από την κοινότητα.

Υπό ορισμένες συνθήκες, μπορούσαν να επιλέξουν ένα τρόπο εξιλέωσης στη θέση ενός άλλου, για παράδειγμα η νηστεία μπορούσε να αντικαταστήσει την παρακολούθηση της θείας λειτουργίας, ενώ οι παραβάτες ανταμείβονταν έστω και μετά από αρκετά χρόνια με την πλήρη συγχώρεση και αποκατάσταση τους.

Τα ιρλανδικά και αγγλικά βιβλία μετανοίας πέρασαν στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά τον όγδοο αιώνα, όπου αρχικά προκάλεσαν τόσο θετικές όσο και αρνητικές αντιδράσεις. Ωστόσο, η εμφάνιση τους ενθάρρυνε τη συγγραφή πολλών παρόμοιων εγχειριδίων στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ίσως αυτός που έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο σε αυτή την εξέλιξη να ήταν ο Μπούρχαρτ, ο αρχιεπίσκοπος της Βορμς, ο οποίος επιχείρησε να τυποποιήσει το σύστημα των μετανοιών στο διάταγμα του, αντλώντας από διάφορα προγενέστερα βιβλία μετανοίας. Ωστόσο η ερμηνεία των παρά φύσιν αμαρτημάτων στο έργο αυτό ακολουθεί ουσιαστικά τα παραδοσιακά σχήματα ερμηνείας.

Σταδιακά, τα έργα αυτά παραγκωνίστηκαν από τις πρώτες κωδικοποιήσεις του εκκλησιαστικού δικαίου, τις βάσεις του οποίου έθεσε μια συγκεντρωτική και με μεγάλη απήχηση επιτομή των μέχρι τότε ισχυόντων κανόνων, που συντάχθηκε στη Μπολόνια γύρω στο 1140 και είναι γνωστή με την ονομασία Διάταγμα του Γρατιανού.

Τα βιβλία μετανοίας ήταν επίσης γνωστά στους μεταρρυθμιστές της εκκλησίας του ενδέκατου αιώνα, με προεξάρχοντα τον πάπα Γρηγόριο τον έβδομο, οι προσπάθειες του οποίου στράφηκαν κυρίως εναντίου του γάμου των κληρικών, της σιμωνίας και της επιρροής των κοσμικών αρχόντων στους εκκλησιαστικούς διορισμούς. Το 1049. κατά την πρώιμη φάση του κινήματος, ένας καρδινάλιος που ονομαζόταν Πιέτρο Νταμιάνο, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει κανένα σχετικό προηγούμενο, έγραψε μια μακροσκελή επιστολή με τίτλο το βιβλίο των Γομόρρων. Η

πραγματεία αυτή σατίριζε μια ολόκληρη γενιά σοδομιτών ιερέων, τους οποίους ο Νταμιάνο παρουσίαζε να κατατρώγονται ολοσχερώς από καρκινικά έλκη. Ο Νταμιάνο ζητούσε επιτακτικά από τον πάπα Λέοντα να πάρει πιο αυστηρά μέτρα για την καταπολέμηση αυτής της επιδημίας. Παρ’ όλα αυτά, μόνο από την Τρίτη σύνοδο του Λατερανού και μετά άρχισαν να λαμβάνονται συγκεκριμένες αποφάσεις εναντίον της ελευθεριότητας των ηθών.

Η σύνοδος αυτή που συνήλθε στη Ρώμη το 1179, αποφάσισε ότι οι κληρικοί που διέπρατταν πράξεις ενάντιες στη φύση έπρεπε να αποκλείονται ολοκληρωτικά από την ιεροσύνη, είτε να στέλνονται σε κάποιο μοναστήρι, ενώ οι λαϊκοί έπρεπε να αποβάλλονται οριστικά από την κοινότητα των πιστών.

Έτσι αυτή η απόφαση εγκαινίασε την προνομιακή μεταχείριση των κληρικών. Πράγματι. κατά τον ύστερο Μεσαίωνα οι κληρικοί γλίτωσαν σε γενικές γραμμές από τις διώξεις, ενώ τα άτομα που δεν ανήκαν στον κλήρο βασανίζονταν και εκτελούνταν κατά τη βούληση των αρχών.

Η φιλία στη μεροβίγγεια περίοδο και η καρολίγγεια αναγέννηση

Η ιδιαίτερη κουλτούρα της φιλίας άνθησε για πρώτη φορά στη χριστιανική Δύση κατά τον έκτο αιώνα την εποχή των Μεροβίγγειων βασιλέων. Ο ποιητής και βιογράφος της ύστατης Ρωμαϊκής περιόδου Βενάντιος Φορτουνάτος, ο οποίος έγινε επίσκοπος του

Πουατιέ λίγο πριν από το θάνατο του γύρω στα 600 μετά Χριστού, είχε συγκεντρώσει γύρω του έναν κύκλο μορφωμένων θεολόγων και λογίων στους οποίους έστελνε ερωτικά ποιήματα και επιστολές κατά τα πρότυπα των Ρωμαίων συγγραφέων

όπως ο Οράτιος, ο Κάτουλλος, και ο Οβίδιος. Ανάμεσα στους παραλήπτες των επιστολών και ποιημάτων του ήταν ο Ραγνεμόδος, μετέπειτα επίσκοπος του Παρισιού, τον οποίο ο Φορτουνάτος αποκαλούσε Ρούκο, ο καγκελάριος Φαραμόδος και ο επίσκοπος της Κολωνίας Καρέντιος, τον οποίο ο Φορτουνάτος αποκαλούσε αγαπητό και γλυκό.

Το σύστημα της φιλίας υπερέβαινε τους ταξικούς διαχωρισμούς και δημιουργούσε μια νέα κοινότητα ισοτιμίας. τα μέλη της οποίας δεσμεύονταν να βοηθούν το ένα το άλλο και να αλληλοϋποστηρίζονται. Σε αυτό το σύστημα της φιλίας είχαν ενταχθεί και οι μοναχές ευγενικής καταγωγής που περιστοίχιζαν την πρώην βασίλισσα Ραδεγόνδη στην Αρλ, παρόλο που σε αυτή την περίπτωση τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιούσαν επικεντρώνονταν περισσότερο στον θαυμασμό και στην αυλική ρητορική.

Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Καρλομάγνου η έννοια της στενής φιλίας αναβίωσε και απέκτησε νέα αίγλη. Ήδη από το 777 μετά Χριστού, δηλαδή πολύ πριν από την αυτοκρατορική του στέψη το 800 μετά Χριστού, ο Καρλομάγνος κάλεσε στην αυλή του διακεκριμένους συγγραφείς και λόγιους από όλη την Ευρώπη, στους οποίους ανέθεσε τη συγγραφή διδακτικών βιβλίων και θρησκευτικών κειμένων, τη συγκρότηση βιβλιοθηκών, την προετοιμασία εκκλησιαστικών διατάξεων και την προώθηση παλαιογραφικών μεταρρυθμίσεων.

Αλλά παράλληλα οι λόγιοι αυτοί καλλιεργούσαν και την τέχνη της συγγραφής ευχάριστων, ερωτικών ποιημάτων, χρησιμοποιώντας παρωνύμια από την κλασική μυθολογία και τη Βίβλο. Στο εσωτερικό αυτού του γοητευτικού κύκλου λόγιας συντροφικότητας, ο Καρλομάγνος ονομαζόταν Δαβίδ, ο Αλκουίνος της Υόρκης, αβάς της Τουρ, ήταν γνωστός ως Φλάκκος κι όταν έγραφε στον επίσκοπο Άρνο του Σάλτσμπουργκ υπέγραφε ως Αλβίνος.

Ο γαμπρός του Καρλομάγνου και κοσμικός επίσκοπος του Σαιν Ρικέρ, ονομάστηκε Όμηρος και ο αρχιτέκτονας και βιογράφος Άινχαρτ ήταν γνωστός ως Βεσελεήλ. Πολλά από αυτά τα ποιήματα εκφράζουν ευχαρίστηση για τη σωματική και πνευματική παρουσία των φίλων που είναι παρόντες ή θλίψη για την απουσία τους, όπως για παράδειγμα η κάπως αινιγματική Εκλογή του Κούκου του Αλκουίνου, η οποία είναι προφανές ότι απευθύνεται σε κάποιον που βρίσκεται πολύ μακριά εκείνη τη στιγμή.

Την εποχή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, του γιού του Καρλομάγνου, ένας νέος κύκλος φίλων εγκαταστάθηκε στο νησί Ραιχενάου, ο οποίος συνέχισε την παράδοση των ποιημάτων προς νέους. Αυτά ωστόσο περιλάμβαναν και αρκετά ηθικοπλαστικά στοιχεία. Σε αυτόν τον κύκλο ανήκαν ο θεολόγος Γκότσαλκ φον Όρμπαις

και οι λόγιοι ποιητές Βάλαφριντ Στράμπο και Βέτι φον Ράιχεναου. Το υπερβατικό έργο του τελευταίου Βίσιο Βετίνι απεικονίζει παραστατικά τον τρόπο με τον οποίο οι μοναστικοί κύκλοι φαντάζονταν τα μαρτύρια που υπέφεραν στην κόλαση οι σοδομίτες. Ούτε ο ίδιος ο Καρλομάγνος δεν έμεινε έξω από αυτό το σκοτεινό όραμα της αμαρτίας.

Ούτε οι Καρολίγγειοι βασιλείς ούτε οι διάδοχοί τους θέσπισαν νέους νόμους εναντίον των σοδομιτών. Στην πραγματικότητα, νέα νομοθεσία δεν υπήρξε καθόλου μέχρι τον 16ο αιώνα, ώσπου δηλαδή ο Κάρολος ο πέμπτος των Αψβούργων να επιβάλλει την Constitutio Criminalis Carolina στα 1532 μετά Χριστού. Οι Φράγκοι και οι Γερμανοί μονάρχες θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαδόχους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και γι’ αυτό οι Ρωμαϊκοί νόμοι δεν έπαψαν να ισχύουν, παρόλο που δεν εφαρμόζονταν συστηματικά.

Ανάμεσα σε αυτούς τους νόμους ήταν και δύο Νεαρές του Ιουστινιανού οι οποίες κατηγορούσαν τους σοδομίτες και τους βλάσφημους όχι μονάχα για την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, αλλά επίσης για την πρόκληση λιμών, σεισμών και επιδημιών. Ο Ιουστινιανός πρότεινε συγκεκριμένες ποινές γι΄ αυτού του είδους τους αμαρτωλούς όπως βασανιστήρια και άλλες βαρύτατες και ακραίες τιμωρίες.

Αυτές οι ιδέες υιοθετήθηκαν ξανά στα μέσα του ενάτου αιώνα, την περίοδο δηλαδή που η καρολίγγεια αντίληψη για τη στενή φιλία γνώρισε τη δεύτερη χρυσή εποχή της, από έναν κληρικό που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Βενέδικτος Λεβίτας. Αυτός είτε παραποίησε είτε παραχάραξε ολοσχερώς μια ολόκληρη σειρά καρολιγγείων διαταγμάτων.

Τα παραχαραγμένα αυτά διατάγματα γνώρισαν στη συνέχεια ευρύτερη διάδοση εξαιτίας της ενσωμάτωσης τους στις πλαστές παπικές Ψευδο-Ισιδώριες διατάξεις, ένα ογκώδες έργο μη αυθεντικού εκκλησιαστικού δικαίου.

Ο Βενέδικτος εκμεταλλεύθηκε και καλλιέργησε τον γενικευμένο φόβο της εποχής εκείνης για μια επικείμενη εισβολή των Σαρακηνών, θυμίζοντας μια ιστορία από τη Βίβλο, όπου οι 40000 Βενιαμίτες αποδίδουν τη συντριβή τους στον θεό, ο οποίος υποτίθεται ότι τους τιμώρησε για τις αμαρτίες που είχαν διαπράξει ενάντια στη φύση.

Επιπλέον ο Βενέδικτος συνέδεσε αυτή τη βιβλική αναφορά με ένα υποτιθέμενο νομοθετικό διάταγμα του Καρλομάγνου, ο οποίος είχε πεθάνει σαράντα χρόνια νωρίτερα, που όριζε τη θανατική ποινή για τους σοδομίτες.Ο φόβος των Σαρακηνών ενέπνευσε επίσης την ποιήτρια μοναχή του δέκατου αιώνα Χρότσβιθ φον Γκάντερσχαϊμ.

Στην τραγική ιστορία της για τον άγιο Πελάγιο η οποία παρεμπιπτόντως, εμπεριέχει και μια εξαιρετική περιγραφή του όμορφου αυτού νεαρού πρίγκιπα και αγίου, περιγράφει τη μαρτυρική θανάτωση του από τον χαλίφη της Κόρδοβας Αμπντεραχμάν, επειδή ο νεαρός αρνήθηκε πεισματικά να υποκύψει στις αφύσικες σεξουαλικές ορέξεις του χαλίφη.

Τον 13ο αιώνα η στάση των θεολόγων και των απλών ανθρώπων απέναντι στους σοδομίτες άλλαξε σημαντικά. Οι σχολαστικοί θεολόγοι απομακρύνθηκαν από τις αλληγορικές έννοιες και τις νεοπλατωνικές ιδέες της φυσικής φιλοσοφίας και αντ’ αυτών κατασκεύασαν ένα ορθολογικό σύστημα που περιέγραφε την ιστορία του κόσμου από τη στιγμή της Δημιουργίας έως τη Δευτέρα Παρουσία, βασισμένο αποκλειστικά στις τέσσερις αιτιακές κατηγορίες του Αριστοτέλη ( την ύλη, τη μορφή, το αίτιο και το αιτιατό).

Σε αυτή την τελεολογική θεώρηση του κόσμου δεν υπήρχε χώρος για τις μορφές εκείνες της σεξουαλικότητας που έσπαγαν την αλυσίδα του αιτίου και του αποτελέσματος, υποσκάπτοντας έτσι τον τελικό σκοπό ολόκληρης της ιστορίας της σωτηρίας. Αυτόν τον ‹‹ επιστημονικό ›› αγώνα εναντίον των ‹‹ αφύσικων ›› σεξουαλικών πράξεων τον ανέλαβαν κυρίως, και με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ο τότε επίσκοπος του Παρισιού Γουλιέλμος της Ωβέρνης και οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι που ανήκαν στα δύο σημαντικότερα μοναστικά τάγματα της εποχής, τους φραγκισκανούς και τους δομινικανούς.

Οι πιο διαπρεπείς αντισοδομίτες δομινικανοί ήταν ο Παύλος ο Ουγγρικός (1242), ο Γουλιέλμος Περάλδος (1261), ο Θωμάς ο Ακινάτης (1274) και ο Αλβέρτος ο Μέγας (1280). Ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο οποίος στην εποχή του υπήρξε ο πιο αμφιλεγόμενος από όλους αυτούς τους συγγραφείς ενώ σήμερα είναι ο πιο γνωστός, κατηγοριοποίησε τα αμαρτήματα της αφύσικης σεξουαλικότητας με βάση το εκκλησιαστικό δίκαιο, δημιουργώντας μια ιεραρχική κλίμακα τεσσάρων επιπέδων αμαρτίας: στην κατώτερη κατηγορία υπήρχαν τα απλά παραπτώματα, όπως η σεξουαλική συνεύρεση με πόρνες.

Στο αμέσως επόμενο επίπεδο βρισκόταν η μοιχεία, ακολουθούσε η αιμομιξία και τέλος στην ανώτατη κλίμακα της ιεραρχίας της αμαρτίας βρίσκονταν οι ‹‹ παρά φύσιν ›› σεξουαλικές πράξεις. Τα αμαρτήματα εις βάρος της φύσης, παραδέχονταν οι πάντες, αποτελούσαν το χειρότερο δυνατό παράπτωμα.

Ήταν ακόμα πιο τρομερά κι από την αιμομιξία ανάμεσα στον γιο και στη μητέρα ή στον πατέρα και στην κόρη, γιατί παραβίαζαν τον ίδιο τον φυσικό νόμο ( ενώ η αιμομιξία παρέμενε τουλάχιστον στο πλαίσιο της βιολογικής αναπαραγωγής ). Τα αμαρτήματα εις βάρος της φύσης χωρίζονταν περαιτέρω σε τέσσερις κατηγορίες: α) στην αυτοϊκανοποίηση, β) στη ζωοφιλία, γ) στο πρωκτικό και στο στοματικό σεξ και στην ομόφυλη σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ ανδρών. Ο Μεσαίωνας δεν διαχώριζε τους ανθρώπους σε ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους αλλά σε φυσιολογικούς και μη φυσιολογικούς. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι θανατώνονταν στην πυρά όχι γιατί είχαν συνευρεθεί σεξουαλικά με άλλους άντρες, αλλά γιατί είχαν παραβιάσει τον φυσικό νόμο.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα δικαστικά αρχεία από τα τέλη του 13ου αιώνα και μετά δεν περιλαμβάνουν μόνο τις διώξεις των αντρών που αγαπούσαν άλλους άντρες, αλλά και των αντρών που κακοποιούσαν σεξουαλικά τα ζώα. Επίσης, από τον 15ο αιώνα και μετά έχουμε και καταγγελίες γυναικών που κατηγορούν τους συζύγους τους για στοματικές και πρωκτικές σεξουαλικές διαταραχές.

Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα των δικαστικών διώξεων για ‹‹ παρά φύσιν ›› σεξουαλικές πράξεις κατά τη μεσαιωνική περίοδο – περίπου το 80% -αφορούν περιπτώσεις ανδρών που διώχτηκαν για σεξουαλικές πράξεις που τέλεσαν με άλλους άντρες και για τις οποίες χρησιμοποιούνταν συνήθως οι όροι sodomita και sodomiticus.

ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Ομάδα ενημέρωσης Pame.gr

View all posts by ΟΜΑΔΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ →

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *