Φαίνεται πως η συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον νέο Υπουργό Παιδείας την προηγούμενη εβδομάδα δεν εξελίχτηκε ανώφελα και το κλίμα δεν ήταν καθόλου εθιμοτυπικό. Δεν εξηγείται διαφορετικά ο προφανής εκνευρισμός του Αρχιεπισκόπου στις συνεχείς τις τελευταίες ημέρες δημόσιες παρεμβάσεις του και οι ιδιαίτερα υψηλοί τόνοι που επιλέγει να χρησιμοποιεί σε αντίθεση με την ήρεμη και χωρίς ακρότητες μέχρι σήμερα δημόσια παρουσία του.
Προφανώς ο κ. Φίλης έθεσε επί τάπητος το σύνολο της κυβερνητικής ατζέντας επί των εκκλησιαστικών ζητημάτων, ανοίγοντας μία ευρεία γκάμα θεμάτων που έως σήμερα καμία κυβέρνηση δεν τολμούσε να αγγίξει, υπολογίζοντας το πολιτικό κόστος και φοβούμενη την απώλεια των «εκκλησιαστικών» ψήφων.
Ο Υπουργός Παιδείας φέρθηκε έντιμα, ανεξάρτητα εάν κάποιος διαφωνεί ή συμφωνεί μαζί του και δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό του. Δεν έκανε τίποτε παραπάνω από το να ξεκινήσει την άμεση υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος επί των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών θεμάτων, το οποίο ήταν ήδη γνωστό προεκλογικά και αχνά δείγματα του οποίου είχαν ήδη φανεί κατά την 7μηνη κυβερνητική θητεία που προηγήθηκε. Ούτως ή άλλως η αθεϊστική προσέγγιση και στάση ζωής των σημαντικότερων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι γνωστή και δεν κάνουν καμία προσπάθεια να την κρύψουν. Ίσα ίσα την προβάλλουν και την αναδεικνύουν.
Άλλωστε, δεν φοβούνται το πολιτικό κόστος, αφού η δική τους κομματική πελατεία δεν θρησκεύει ως επί το πλείστον, τουναντίον επιδιώκει και ικανοποιείται από την επίθεση προς την Εκκλησία, επιθυμώντας ή τουλάχιστον αδιαφορώντας στο ενδεχόμενο χωρισμού κράτους – εκκλησίας, απαλλοτρίωσης της εκκλησιαστικής περιουσίας, διακοπής της μισθοδοσίας των κληρικών, κατάργησης του μαθήματος των θρησκευτικών κ.α.
Μπροστά σε αυτόν τον φανερό «εχθρό» η ηγεσία της Εκκλησίας αποδεικνύεται απροετοίμαστη και ανεπαρκής. Φαίνεται πως είχε επενδύσει στην προοπτική της ολιγόμηνης αριστερής παρένθεσης, προσδοκία που φυσικά διαψεύστηκε.
Η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου στην έναρξη της Συνόδου της Ιεραρχίας, στην οποία αναλώθηκε σε μια (γνωστή σε όλους) ιστορική αναδρομή από την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας στα μέσα του 19ου αιώνα φθάνοντας μέχρι την ψήφιση του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη και ακολούθως η αναφορά σε εχθρούς που βρίσκονται πλέον εντός των τειχών, έχω την αίσθηση ότι αποκαλύπτει την προφανή ανασφάλεια και τον αδιόρατο φόβο που ενυπάρχει για το τι μέλλει γενέσθαι και την επαπειλούμενη ανατροπή των από δεκαετίας κατοχυρωμένων προνομίων.
Όμως η Εκκλησία δεν έχει να φοβάται απολύτως τίποτε από την επικείμενη συζήτηση εφ’ όλης της ύλης που επιδιώκει η κυβέρνηση, κατάληξη της οποίας κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ο χωρισμός της από το Κράτος. Αντίθετα μάλιστα, οφείλει άμεσα να οργανώσει το αύριο και να προετοιμαστεί επαρκώς για την επόμενη ημέρα, έτσι ώστε να μην βρεθεί προ εκπλήξεων.
Κομβική βέβαια παράμετρος είναι η στελέχωση των πάσης φύσεως δράσεων και υπηρεσιών της με ανθρώπους (κληρικούς και λαϊκούς) που χαρακτηρίζονται από φόβο Θεού και έχουν την ικανότητα να εμπνέουν με το παράδειγμά τους και την εν γένει βιωτή τους. Ειδικά οι κληρικοί, όλων των βαθμίδων θα πρέπει να διάγουν ένα σεμνό και μετρημένο βίο, χωρίς πολυέξοδες τελετές και υπερβολικές φιέστες, που προκαλούν την κοινή γνώμη και την απομακρύνουν από την Εκκλησία.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα της Εκκλησίας μέσα στις συνθήκες της τρομακτικής οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης που μαστίζει την πατρίδα μας : το ότι, κυρίως με δική της ευθύνη, έχασε την υποστήριξη της κοινωνίας και έτσι, παρότι ο Έλληνας είναι γενικά πιστός και φιλόθεος, αποφεύγει να εξασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα, καταλογίζοντας στο Ιερατείο συμπεριφορές νεποτισμού και νεοπλουτισμού. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση, στην όποια αντιεκκλησιαστική απόφασή της, όχι μόνο δεν θα βρει απέναντί της την κοινωνία, αλλά αντίθετα το πιθανότερο είναι ότι οι επιλογές της θα τύχουν της υποστήριξής της.
Αυτό συγκεκριμένα, δηλαδή πώς θα μεταστραφεί η άποψη της κοινωνίας για την Εκκλησία μέσα από κοινωνικές και πνευματικές δράσεις και ταπεινές συμπεριφορές, θα πρέπει να αποτελεί το πρώτιστο ζητούμενο για τον Αρχιεπίσκοπο και τους λοιπούς Ιεράρχες. Αν πετύχει η Εκκλησία να κερδίσει την κοινωνία και να την πάρει με το μέρος της, έχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι καμία κυβέρνηση δεν θα τολμήσει τη σύγκρουση μαζί της. Γιατί οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται και αναλογιζόμενες το πολιτικό κόστος θα προτάξουν το στενό κομματικό συμφέρον και την ανάγκη επανεκλογής τους από την υλοποίηση των ιδεοληψιών τους, που μπορούν να παραπεμφθούν στις καλένδες.
Στο χέρι λοιπόν της ηγεσίας της Εκκλησίας είναι να αναδείξει σε θέσεις κλειδιά άξιους, ικανούς και με φόβο Θεού κληρικούς, που θα εμπνέουν με το παράδειγμά τους και τον βίο τους και θα αναλώνουν την καθημερινότητά τους βοηθώντας παντοιοτρόπως τον δοκιμαζόμενο Ελληνικό λαό, συνδράμοντας τόσο στην πνευματική του οικοδομή, όσο και στην κάλυψη των υλικών αναγκών όσων έχουν ανάγκη.
Μόνο έτσι θα επιβεβαιωθεί για άλλη μια φορά και στην παρούσα ιστορική συγκυρία ότι Ορθοδοξία και Ελληνικό Έθνος συνιστούν μια αρραγή ενότητα, αδιατάρακτη διαμέσου των αιώνων.
Χρήστος Α. Αποστολίδης
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ