ΟΙ Πέρσες, υπό τον Δάτι και τον Αρταφέρνη, αφήνουν στο πεδίο της μάχης 6.500 νεκρούς, ενώ οι απώλειες από την ελληνική πλευρά είναι μόλις 192, ανάμεσά τους και ο Καλλίμαχος. Η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται από πολλούς ιστορικούς, οι οποίοι υπολογίζουν ότι η μάχη διεξήχθη στις 13 ή 14 Αυγούστου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών).
Μαραθώνας, 490 π.Χ.
Η μάχη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο
Τον αθηναϊκό στρατό διοικούσαν δέκα στρατηγοί, από τους οποίους τελευταίος ήταν ο Μιλτιάδης. Ο πατέρας του, ο Κίμωνας, γιος του Στησαγόρα, είχε εξοριστεί από την Αθήνα από τον Πεισίστρατο, γιο του Ιπποκράτη.
Ενώ βρισκόταν στην εξορία, είχε την τύχη να κερδίσει τον αγώνα με τον τέθριππο στην Ολυμπία κι έτσι να αποσπάσει την ίδια δόξα με τον ομομήτριο αδερφό του, Μιλτιάδη. Στους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες, κέρδισε πάλι το έπαθλο με τα ίδια άλογα, αλλά αυτή τη φορά παραιτήθηκε από τη νίκη για χάρη του Πεισίστρατου· γι αυτήν του την πράξη, ο τελευταίος του επέτρεψε να γυρίσει στην Αθήνα.
Σε μια μεταγενέστερη διοργάνωση των Ολυμπιακών, κέρδισε για τρίτη φορά τη νίκη, πάντα με τα ίδια άλογα. Λίγο αργότερα, αφού πέθανε ο Πεισίστρατος, δολοφονήθηκε από τους γιους του τυράννου, που έστειλαν τη νύχτα μερικούς άνδρες να του στήσουν ενέδρα στο δρόμο κοντά στο πρυτανείο.
Θάφτηκε έξω από την Αθήνα, στην άλλη πλευρά του δρόμου που λέγεται Κοίλη οδός και απέναντι από τον τάφο του θάφτηκαν τα άλογα με τα οποία είχε κερδίσει τρεις φορές στην Ολυμπιάδα.
Τριπλή νίκη είχε επιτευχθεί από μια μοναδική ομάδα αλόγων, αυτή του Ευαγόρα από τη Λακωνία· από τότε, δεν το έχει κατορθώσει κανείς άλλος. Την εποχή εκείνη, ο Στησαγόρας, πρωτότοκος από τους δύο γιους του, ζούσε στη Χερσόνησο με το θείο του, Μιλτιάδη, ενώ ο μικρότερος, που είχε πάρει το όνομα Μιλτιάδης από το μεσολαβητή στη Χερσόνησο, βρισκόταν με τον πατέρα του στην Αθήνα.
Αυτός ο Μιλτιάδης έγινε τώρα ένας από τους δέκα στρατηγούς των Αθηναίων. Είχε έρθει πρόσφατα από τη Χερσόνησο και δυο φορές λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του. Τη μια όταν τον καταδίωξαν οι Φοίνικες μέχρι την Ίμβρο, προσπαθώντας να τον συλλάβουν και να τον πάνε στον βασιλιά, και τη δεύτερη, όταν, αφού γλίτωσε απ’ αυτή την απειλή κι έφτασε στην ασφάλεια της πατρίδας του, βρήκε τους εχθρούς του να τον περιμένουν και σύρθηκε στα δικαστήρια για την τυραννική διακυβέρνησή του στη Χερσόνησο. Πάντως, ξέφυγε κι απ’ αυτό τον κίνδυνο και μετά τη νίκη του, εκλέχτηκε στρατηγός από το λαό.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
Προτού φύγουν από την πόλη, οι Αθηναίοι στρατηγοί έστειλαν ένα μήνυμα στη Σπάρτη. Αγγελιαφόρος ήταν ένας Αθηναίος που λεγόταν Φειδιππίδης επαγγελματίας δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Σύμφωνα με την αναφορά που έδωσε στους Αθηναίους όταν επέστρεψε, συνάντησε το θεό Πάνα στο όρος Παρθένιο, πάνω από την Τεγέα.
Ο Πάνας, είπε, τον φώναξε με τ’ όνομά του και του είπε να ρωτήσει τους Αθηναίους γιατί τον αγνοούσαν, παρ’ όλο που εκείνος ήταν φιλικός απέναντί τους και, μάλιστα, τους είχε φανεί χρήσιμος αρκετές φορές στο παρελθόν και θα μπορούσε να το κάνει και στο μέλλον.
Οι Αθηναίοι πίστεψαν την ιστορία του Φειδιππίδη και μόλις η ζωή τους επανήλθε στο φυσιολογικό, έχτισαν ένα ναό στον Πάνα κάτω από την Ακρόπολη και, από τότε που πήραν το μήνυμά του, οργανώνουν μια ετήσια γιορτή, με λαμπαδηδρομία και θυσίες, για να έχουν την εύνοιά του.
Ο Φειδιππίδης λοιπόν —που ανέλαβε την αποστολή από τους στρατηγούς της Αθήνας και συνάντησε τον Πάνα— έφτασε στη Σπάρτη την επόμενη μέρα που έφυγε από την Αθήνα και παρέδωσε στους άρχοντες των Σπαρτιατών το μήνυμα που έλεγε: «Άνδρες της Σπάρτης, οι Αθηναίοι σας ζητούν να τους βοηθήσετε και να μη μείνετε απλοί θεατές της επικείμενης συντριβής και υποδούλωσης της αρχαιότερης πόλης της Ελλάδας από ένα βάρβαρο εισβολέα· αυτή τη στιγμή, η Ερέτρια έχει πέσει στα χέρια του κι η Ελλάδα είναι πιο αδύναμη μετά την απώλεια μιας αξιόλογης πόλης της». Αυτός είπε όσα είχε πάρει εντολή να πει.
Οι Σπαρτιάτες, μολονότι ήθελαν να στείλουν βοήθεια στην Αθήνα, δεν μπορούσαν να το κάνουν αμέσως γιατί θα καταπατούσαν τους νόμους τους. Ήταν η ένατη μέρα του μήνα και δεν έπρεπε να αρχίσουν εχθροπραξίες προτού γεμίσει το φεγγάρι.
Έτσι, περίμεναν την πανσέληνο ενώ στο μεταξύ, ο Ιππίας, γιος του Πεισίστρατου, οδηγούσε τους Πέρσες στο Μαραθώνα. Την προηγούμενη νύχτα ο Ιππίας ονειρεύτηκε ότι κοιμόταν με τη μητέρα του και υπέθεσε ότι το όνειρο σήμαινε πως θα επέστρεφε στην Αθήνα, θα ανακτούσε την εξουσία και θα πέθαινε ειρηνικά στην πατρίδα του σε βαθιά γεράματα.
Ας αφήσουμε όμως την ερμηνεία του ονείρου του. Την επομένη, οδηγώντας τους εισβολείς μέσα στα αθηναϊκά εδάφη, αποβίβασε τους Ερετριείς αιχμάλωτους στην Αιγίλια, ένα νησί που ήταν στην επικράτεια της πόλης Στύρα, οδήγησε τον στόλο στο λιμάνι του Μαραθώνα κι αφού αποβιβάστηκε ο στρατός στην ξηρά, έδωσε οδηγίες πως να παραταχτεί.
Σε μια στιγμή, άρχισε να βήχει και να φτερνίζεται δυνατότερα απ’ ό,τι συνήθως και, αφού ήταν γέρος πια και τα περισσότερα δόντια του ήταν χαλασμένα, άθελά του έφτυσε ένα. Έπεσε κάπου στην άμμο κι όσο κι αν έψαξε, δεν το βρήκε πουθενά. Ο Ιππίας τότε στράφηκε στους συντρόφους του και είπε μ’ ένα βαθύ στεναγμό: «Αυτή η γη δεν είναι δική μας και δεν θα καταφέρουμε ποτέ να την κατακτήσουμε. Το μόνο κομμάτι της που μου ανήκει είναι ο χώρος που καταλαμβάνει το δόντι μου».
108. Έτσι, κατανόησε τελικά το πραγματικό νόημα του ονείρου. Τα αθηναϊκά στρατεύματα είχαν παραταχτεί σ’ ένα κομμάτι γης που ήταν ιερός χώρος του Ηρακλή κι εκεί τους συνάντησαν οι Πλαταιείς, που ήρθαν να τους υποστηρίξουν με όλο τον διαθέσιμο στρατό τους.
Λίγο καιρό πριν, οι Πλαταιείς είχαν παραδώσει την ανεξαρτησία τους στους Αθηναίους, οι οποίοι είχαν ήδη, με τη σειρά τους, προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στις Πλαταιές σε πολλές και δύσκολες καταστάσεις.
Και να πώς συνέβη. Οι Πλαταιές πιέζονταν από τη Θήβα και, αφού ο Κλεομένης, γιος του Αναξανδρίδη, βρισκόταν στην περιοχή με σπαρτιατικό στρατό, οι Πλαταιείς παραδόθηκαν στην αρχή στα χέρια των Σπαρτιατών.
Αυτοί, ωστόσο, αρνήθηκαν την προσφορά λέγοντας: «Κατοικούμε πολύ μακριά κι η συμμαχία σας μαζί μας θα είναι μαύρη παρηγοριά· θα μπορούσαν να σας υποδουλώσουν πολλές φορές πριν εμείς ακούσουμε το παραμικρό.
Σας συμβουλεύουμε να πλησιάσετε τους Αθηναίους· η Αθήνα είναι πολύ πιο κοντά σας κι η βοήθεια του λαού της δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Η συμβουλή αυτή δε δόθηκε από καλή θέληση προς τις Πλαταιές, αλλά είχε σκοπό να εμπλέξει την Αθήνα σε συγκρούσεις με τους Βοιωτούς.
Παρ’ όλα αυτά, οι Πλαταιείς την ακολούθησαν. Έστειλαν μια πρεσβεία στους Αθηναίους, οι οποίοι έτυχε να ασχολούνται με τις θυσίες τους προς τιμήν των Δώδεκα Θεών, οι πρέσβεις κάθισαν δίπλα στον βωμό ως ικέτες και παραδόθηκαν.
Όταν έμαθαν οι Θηβαίοι την ενέργεια αυτή των Πλαταιών, έστειλαν αμέσως στρατό εναντίον τους. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να υπερασπιστούν την πόλη που είχαν υπό την προστασία τους αλλά, τη στιγμή που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει η μάχη, επενέβησαν οι Κορίνθιοι.
Όταν δέχτηκαν κι οι δυο πλευρές να υποβάλουν τη διαφωνία τους στη διαιτησία των Κορινθίων, καθόρισαν τα σύνορα ανάμεσα στις δυο χώρες, με τον όρο ότι οι Θηβαίοι δε θα αναμειγνύονταν στα εσωτερικά των Βοιωτών που δεν ήθελαν να ανήκουν στο κράτος αυτό.
Οι Κορίνθιοι, αφού έβγαλαν αυτή την απόφαση, γύρισαν στην πατρίδα τους κι οι Αθηναίοι είχαν ξεκινήσει για την πόλη τους, όταν δέχτηκαν επίθεση από τους Βοιωτούς. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Αθηναίοι νίκησαν και προέλασαν πέρα από τα σύνορα που είχαν καθορίσει για τους Πλαταιείς οι Κορίνθιοι, για να επιβάλουν τον Ασωπό ως όριο ανάμεσα στα εδάφη της Θήβας από τη μια μεριά και των Πλαταιών και των Υσιών από την άλλη. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες αφέθηκε ο λαός των Πλαταιών στα χέρια των Αθηναίων κι αυτό τους ώθησε να σπεύσουν να τους βοηθήσουν στον Μαραθώνα.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι απόψεις των Αθηναίων στρατηγών διχάζονταν: μερικοί ήταν ενάντια στην προοπτική μιας αναμέτρησης, (με το επιχείρημα ότι ο αθηναϊκός στρατός ήταν πολύ μικρός για να αντιμετωπίσει τους Μήδους)· άλλοι ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο Μιλτιάδης υποστήριζαν ότι έπρεπε να πολεμήσουν.
Για λίγο, όλα έδειχναν ότι θα επικρατούσε η χειρότερη άποψη και αυτό θα γινόταν, αν δεν έκανε κάτι ο Μιλτιάδης. Εκτός από τους δέκα στρατηγούς, υπήρχε κι άλλο ένα άτομο που είχε δικαίωμα ψήφου, ο πολέμαρχος, που επιλεγόταν με κλήρωση.
Αυτό το αξίωμα (που παλιότερα είχε την ίδια βαρύτητα σε αποφάσεις σχετικές με τον πόλεμο με την ψήφο των στρατηγών) το είχε εκείνη την εποχή ο Καλλίμαχος από τις Αφίδνες. Σ’ αυτόν, λοιπόν, στράφηκε ο Μιλτιάδης και είπε: «Τώρα είναι στο χέρι σου, Καλλίμαχε, ή να οδηγήσεις την Αθήνα στη δουλεία ή να την ελευθερώσεις και ν’ αφήσεις στις μελλοντικές γενιές μια μνήμη πιο ένδοξη απ’ αυτή του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.
Ποτέ πριν στην ιστορία της δε βρέθηκε η Αθήνα αντιμέτωπη με τόσο φοβερό κίνδυνο. Αν υποταχτούμε στους Πέρσες, ο Ιππίας θ’ αναλάβει πάλι την εξουσία — και δεν υπάρχει αμφιβολία για τη δυστυχία που θα μας φέρει· αν πολεμήσουμε και νικήσουμε, όμως, τότε η πόλη μας θα είναι η επικρατέστερη απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις Αν με ρωτήσεις πώς θα γίνει αυτό και γιατί είναι στα χέρια σου η τελική απόφαση, θα σου πω το εξής.
Εμείς οι στρατηγοί είμαστε δέκα και δεν συμφωνούμε για το πώς πρέπει να δράσουμε· οι μισοί είμαστε υπέρ της μάχης κι οι άλλοι μισοί κατά. Αν δε συγκρουστούμε με τους Πέρσες, δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή ότι θα καταλήξουμε σε φοβερή διχόνοια· ο σκοπός μας θα κλονιστεί και τελικά θα υποταχτούμε με τη θέλησή μας στους Πέρσες.
Αν όμως πολεμήσουμε πριν φανεί γενικά η πτώση του ηθικού μας τότε, αν οι θεοί μας φερθούν δίκαια, μπορεί και να υπερισχύσουμε. Δική σου είναι η απόφαση· όλα εξαρτώνται από σένα· υποστήριξέ με και η πόλη μας θα είναι ελεύθερη και αρχόντισσα ολόκληρης της Ελλάδας. Αν ψηφίσεις ενάντια στη μάχη, δεν θα ζήσεις αυτή την ευτυχία αλλά το αντίθετο».
Τα λόγια του Μιλτιάδη βρήκαν στόχο και με την ψήφο του Καλλίμαχου πάρθηκε η απόφαση να προχωρήσουν στη μάχη. Οι στρατηγοί έχουν ηγετική θέση με τη σειρά, για μια μέρα ο καθένας· όσοι απ’ αυτούς συμπαρατάχτηκαν στην ψηφοφορία με το Μιλτιάδη, πρότειναν, όταν ήρθε η σειρά τους να του την παραχωρήσουν. Ο Μιλτιάδης δέχτηκε, αλλά διέταξε να μην κινηθεί ο στρατός παρά μόνο όταν ήρθε η μέρα που ήταν έτσι κι αλλιώς η σειρά του.
Η ΜΑΧΗ
Τότε οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν για τη μάχη. Η δεξιά πτέρυγα ήταν κάτω από τις διαταγές του Καλλίμαχου, αφού οι Αθηναίοι συνήθιζαν εκείνη την εποχή να παραχωρούν στον πολέμαρχο τη διοίκηση αυτής της πτέρυγας· ακολουθούσαν οι διάφορες φυλές, στη συνηθισμένη σειρά τους και, τελικά, στην αριστερή πτέρυγα, παρατάχτηκαν οι Πλαταιείς.
Από τη μάχη του Μαραθώνα και μετά, όταν οι Αθηναίοι κάνουν θυσίες στις ανά τετραετία γιορτές τους ο κήρυκας της Αθήνας συνδέει τα ονόματα της Αθήνας και των Πλαταιών στην προσευχή για την εύνοια των θεών.
Μια συνέπεια της παράταξης των αθηναϊκών στρατευμάτων για τη μάχη ήταν η αποδυνάμωση του κέντρου στην προσπάθεια να απλωθούν αρκετά οι γραμμές, ώστε να καλύπτουν ολόκληρο το μέτωπο των Μήδων· τα δύο άκρα ήταν αρκετά ισχυρά, ενώ το κέντρο είχε λίγες μόνο γραμμές βάθος.
Αφού παρατάχτηκαν οι άνδρες και οι προκαταρκτικές θυσίες υποσχέθηκαν νίκη, δόθηκε το σύνθημα κι οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τρέχοντας προς τις γραμμές του εχθρού, όχι λιγότερο από οχτώ στάδια μακριά.
Οι Πέρσες, ξαφνιασμένοι που οι εχθροί τους πλησίαζαν τρέχοντας, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν, με την πεποίθηση ότι οι Αθηναίοι αυτοκτονούσαν τολμώντας άμεση επίθεση, και μάλιστα με δρομαία έφοδο, με τόσο λίγες δυνάμεις, χωρίς την υποστήριξη ιππικού ή τοξοτών.
Έτσι σκέφτηκαν αυτοί· οι Αθηναίοι, πάντως, πλησίασαν σε όλο το μήκος του μετώπου και πολέμησαν με αλησμόνητο τρόπο. Ήταν οι πρώτοι Έλληνες, απ’ όσο ξέρω, που επιτέθηκαν τρέχοντας και οι πρώτοι που αντίκρισαν χωρίς φόβο τη Μηδική ενδυμασία και τους άνδρες που τη φορούσαν· γιατί, ως τότε, κανείς Έλληνας δεν άντεχε ούτε ν’ ακούσει το όνομα Μήδος χωρίς να νιώσει τρόμο.
Η μάχη στον Μαραθώνα είχε μεγάλη διάρκεια. Στο κέντρο, όπου είχαν παραταχτεί οι ίδιοι οι Πέρσες και οι Σάκες, οι εισβολείς υπερτερούσαν, σε βαθμό, μάλιστα, που έσπασαν τις γραμμές των Ελλήνων και καταδίωξαν τους φυγάδες προς τα ηπειρωτικά· οι Αθηναίοι, όμως, από τη μια πτέρυγα και οι Πλαταιείς από την άλλη, βγήκαν νικητές.
Μόλις νίκησαν, άφησαν τους ηττημένους εχθρούς να υποχωρήσουν κι έπειτα, ενώνοντας τα δυο άκρα, στράφηκαν ενάντια στους Πέρσες που είχαν διαπεράσει το κέντρο. Και πάλι κατάφεραν να υπερισχύσουν, κυνηγώντας τον οικτρά ηττημένο εχθρό και πετσοκόβοντας τις δυνάμεις του μέχρι που έφτασαν στη θάλασσα, όπου απείλησαν να καταλάβουν και να κάψουν τα πλοία.
Σ’ αυτή τη φάση του αγώνα σκοτώθηκε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, πολεμώντας γενναία, όπως κι ο Στησίλαος, γιος του Θρασύλη, ένας από τους στρατηγούς· επίσης, ο Κυνέγειρος, γιος του Ευφορίωνα, έχασε το χέρι του από τσεκούρι ανεβαίνοντας στην πρύμνη ενός πλοίου και, τελικά, και τη ζωή του, μαζί με πολλούς άλλους γνωστούς Αθηναίους.
Οι Αθηναίοι ακινητοποίησαν επτά πλοία· τα υπόλοιπα, όμως, κατάφεραν να φύγουν κι οι Πέρσες, αφού πήραν τους αιχμαλώτους από την Ερέτρια που είχαν αφήσει στην Αιγίλια, περιέπλευσαν το Σούνιο με κατεύθυνση την Αθήνα, ελπίζοντας ότι θα έφταναν εκεί πριν τον αθηναϊκό στρατό.
Στην Αθήνα, οι Αλκμεωνίδες κατηγορήθηκαν ότι αυτοί πρότειναν αυτή την κίνηση στους Πέρσες· ειπώθηκε πως είχαν συνεννοηθεί με τους Πέρσες και σήκωσαν μια ασπίδα ως σύνθημα για να ξεκινήσουν την ώρα που αυτοί βρίσκονταν ήδη στα πλοία.
Ενώ ο περσικός στόλος περιέπλεε το ακρωτήριο, οι Αθηναίοι έτρεξαν στην πόλη τους με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα για να την υπερασπιστούν και κατάφεραν να φτάσουν πριν τον εχθρό.
Όπως στον Μαραθώνα το αθηναϊκό στρατόπεδο βρισκόταν πάνω σε ιερό έδαφος του Ηρακλή, έτσι και τώρα στρατοπέδευσαν στον άλλο ιερό χώρο του Ηρακλή, στο Κυνόσαργες. Όταν εμφανίστηκε ο περσικός στόλος, αγκυροβόλησε για λίγο έξω από το Φάληρο (που, εκείνη την εποχή, ήταν το σπουδαιότερο λιμάνι των Αθηνών) κι έπειτα απέπλευσε για την Ασία.
Στη μάχη του Μαραθώνα, σκοτώθηκαν περίπου έξι χιλιάδες τετρακόσιοι Πέρσες· οι απώλειες των Αθηναίων ήταν εκατόν ενενήντα δύο άνδρες. Τόσοι ήταν οι νεκροί και από τις δυο πλευρές.