Οι τοποθετήσεις του κ. Τσίπρα στη ΔΕΘ είναι χρήσιμο να διαχωριστούν σε αυτές που είναι προσβλητικές για τη νοημοσύνη του ελληνικού λαού και σε αυτές που είναι επικίνδυνες για την πορεία της χώρας.
Προσβλητική είναι η αμνησία για τις ωμά ψευδείς υποσχέσεις του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» που παρουσιάστηκε με κυνικά ανεύθυνο τρόπο στη ΔΕΘ του 2014.
Εξίσου προσβλητική είναι η άνεση με την οποία διατείνεται ότι εφάρμοσε στο ακέραιο τις υποσχέσεις του – επίσης προεκλογικές – στη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου 2015. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνει προφανώς και όσα κατάλαβαν οι πολίτες ότι υποσχέθηκε πέρσι για τις συντάξεις, τον ΕΝΦΙΑ, τη φορολογική πολιτική.
Προσβλητική είναι η απουσία έστω και της παραμικρής ένδειξης ότι συνειδητοποιεί το μέγεθος της βλάβης που προκάλεσε στη χώρα με τους χειρισμούς και τις αποφάσεις του την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2015. Χειρισμούς που είχαν ως συνέπεια να οπισθοχωρήσει τραγικά η χώρα από το σημείο που βρισκόταν το Δεκέμβριο του 2014 και να ενταχθεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο στο τρίτο μνημόνιο. Θεωρεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η χώρα βάδιζε προς το γκρεμό πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και όχι ότι άρχισε να τρέχει τυφλωμένη και ακάθεκτη προς το γκρεμό μετά το σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ του «υφίσταμαι δραματικές θυσίες και δίνω σκληρό αγώνα για να αποφύγω την ασύντακτη χρεοκοπία» και του «φλερτάρω ανεύθυνα με την ασύντακτη χρεοκοπία και το Grexit υποσχόμενος μια ανύπαρκτη εναλλακτική πολιτική». Δεν έκανε καν τον κόπο να δώσει εξηγήσεις για την απώλεια των 6 ( τουλάχιστον ) δις για την οποία τον κατηγόρησε ο άλλοτε υπουργός του κ. Χουντής [ δείτε εδώ σχετική παρέμβαση]
Κυρίως όμως προσβλητικό είναι το θράσος με το οποίο προσχωρεί, σαν να μη συνέβη τίποτα, στις θέσεις των αντιπάλων του, θέσεις που συστηματικά συκοφάντησε και υπονόμευσε ως προς ζωτικά ζητήματα, με πρώτο το ζήτημα του δημοσίου χρέους που συνδέεται άμεσα με το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων [ δείτε εδώ σχετική παρέμβαση ]. Αυτός όμως ο ανιστόρητος τρόπος αντιμετώπισης μεγάλων θεμάτων, όπως το χρέος, υποβαθμίζει την δυνατότητα της χώρας να θέσει και να πετύχει εθνικούς στόχους θεμελιώδους σημασίας. Δεν περιμένουμε να φορέσει γραβάτα ο κ. Τσίπρας όταν λυθεί το θέμα του χρέους. Επί της ουσίας φορά εδώ και καιρό παπιγιόν. Έχει όμως υποχρέωση να αξιοποιήσει τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι Ευρωπαίοι εταίροι έναντι της Ελλάδας ήδη από το 2012 και αυτός έθεσε εν κινδύνω με τα φληναφήματα περί «επονείδιστου» χρέους με τα οποία τράφηκε επί χρόνια ο βαθύς λαϊκισμός και η αντιμνημονιακή συνωμοσιολογία την ώρα που εμείς κάναμε την ιστορικά μεγαλύτερη μείωση και αναδιάρθρωση χρέους. Τώρα είπε ότι το ζήτημα του χρέους αφορά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Το ζήτημα όμως του χρέους αφορά την Ελλάδα και τους πιστωτές της, τις χώρες της ευρωζώνης και το EFSF / ESM καθώς ουδέποτε το ΔΝΤ δέχθηκε να παύσει να είναι προνομιούχος πιστωτής που πληρώνεται στο ακέραιο.
Το προσβλητικό καθίσταται όμως επικίνδυνο όταν η κυβέρνηση δηλώνει με αυτάρεσκο και αλαζονικό τρόπο ότι τα πράγματα «πάνε πολύ καλά και θα πάνε καλύτερα» μέσα από τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Με απόλυτη αδιαφορία απέναντι στο πρόβλημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου που υπάρχει πλέον στη χώρα. Με απόλυτη αδυναμία κατανόησης των μεταβολών που πραγματικά συντελούνται – και όχι όποιων αλλαγών θα θέλαμε να συντελούνται- σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με την άνεση του ανυποψίαστου ως προς την πραγματική κατάσταση της οικονομίας, τους κινδύνους που ελλοχεύουν και τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις μιας αναπτυξιακής επανεκκίνησης της οικονομίας.
Θεωρεί ότι οι εκλογικοί κύκλοι στις χώρες – μέλη της ευρωζώνης δεν πρέπει να επηρεάσουν τη στάση τους ως προς το ελληνικό δημόσιο χρέος. Ήθελε όμως και προφανώς θέλει ακόμη όλες οι άλλες χώρες – μέλη να λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τη βούληση του ελληνικού λαού την ώρα που διάφορες εκδοχές ευρωσκεπτικισμού επηρεάζουν τις εθνικές πολιτικές εξελίξεις σε πολλές χώρες – μέλη. Του είχαμε επισημάνει από τον Ιανουάριο του 2015 ότι η επίκληση των εκλογικών μεταβολών σε εθνικό επίπεδο λειτουργεί ανταποδοτικά και εν τέλει αρνητικά για τις πιο αδύναμες χώρες.
Δηλώνει πολύ ευχαριστημένος από το νέο τηλεοπτικό τοπίο και τις νέες αντιλήψεις περί διαφάνειας που αυτό εμπεριέχει [δείτε εδώ σχετική παρέμβαση] και απολύτως βέβαιος ότι η δικαιοσύνη θα βρει όλες τις ενέργειες της κυβέρνησής του καλώς καμωμένες. Προκαταλαμβάνει και προσβάλλει την Ολομέλεια του ΣτΕ με προκλητική έπαρση. Η βεβαιότητά του αυτή τον έκανε να είναι αυταρχικά αγενής απέναντι στους δημοσιογράφους και γενικότερα τους εργαζόμενους των τηλεοπτικών σταθμών που απειλούνται με διακοπή εκπομπής του σήματος τους σε επίγειες συχνότητες. Στα κρίσιμα και στα δύσκολα φαίνεται το πραγματικό πρόσωπο. Όχι το επικοινωνιακά εξωραϊσμένο.
Το ζήτημα της ανάπτυξης δηλώνει ότι έχει πλέον προτεραιότητα για αυτόν σε σύγκριση με τους δημοσιονομικούς στόχους, χωρίς να βρει μια λέξη να πει ούτε για τις δημοσιονομικές και φορολογικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης, ούτε για την λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σε σχέση με την πραγματική οικονομία. Νομίζει ίσως ότι έχουν ξεχαστεί οι τραγικές επιπτώσεις της πολιτικής του στο τραπεζικό σύστημα και το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο του ελληνικού δημοσίου καθώς και οι δυσμενέστατες δημοσιονομικές επιπτώσεις της άτσαλης υπαγωγής στο τρίτο μνημόνιο. Όπως προφανώς πιστεύει ότι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων είναι ζήτημα επικοινωνιακό που λύνεται με δημόσιες προκλήσεις ή εκκλήσεις του εκάστοτε πρωθυπουργού. Σίγουρα πάντως πιστεύει ότι οι δημοσιογραφικά προεξοφλημένες εξαγγελίες για τις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές του ΟΑΕΕ και για τον εν μέρει ακατάσχετο λογαριασμό των επιχειρήσεων αρκούν ως απάντηση για την κατάσταση της αγοράς.
Αποδέχθηκε ότι η λύση στο ελληνικό ζήτημα βρίσκεται πρωτίστως μέσα στην Ελλάδα και όχι στη στάση των Ευρωπαίων ή του ΔΝΤ. Τα τρία βήματα όμως που ανέπτυξε πριν το τέταρτο που είναι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης το 2017 και το πέμπτο που είναι το άλμα στην «δίκαιη ανάπτυξη» ήταν και τα τρία εξωγενή: το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, τα συμπληρωματικά μέτρα για το χρέος (σε σχέση με τη μείζονα επέμβαση του 2012) και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Από δε τους επιδιωκόμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του 2017 μας χωρίζει προς το παρόν η επιστροφή στην ύφεση το 2015 και το πρώτο εξάμηνο του 2016.
Μέσα στην Ελλάδα βρίσκεται συνεπώς όχι μόνο η λύση αλλά και το μεγαλύτερο πρόβλημα που είναι η ύπαρξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Με αυτές τις αντιλήψεις και αυτές τις τεχνικές της εξουσίας η Ελλάδα δεν μπορεί δυστυχώς να σπάσει τον φαύλο κύκλο στον οποίο ξαναβρέθηκε τον Ιανουάριο του 2015, την ώρα που είχε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις της εξόδου της από αυτόν.
Το ίδιο το πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνει και χειρίζεται η σημερινή κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την αντιπαραγωγική αντίληψή της για την πραγματική οικονομία, παρεμποδίζει την υπέρβαση. Λειτουργεί καθηλωτικά. Το βασικό οικονομικό και αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας είναι συνεπώς το πολιτικό της ζήτημα και οι πολιτικά και επικοινωνιακά τροφοδοτούμενες επιβιώσεις της μοιρολατρικής και συνωμοσιολογικής νοοτροπίας.
Η ομιλία και οι απαντήσεις του κ. Τσίπρα στη ΔΕΘ κινήθηκαν άλλωστε σε δυο επίπεδα. Το πρώτο ήταν αυτό της δήθεν ακλόνητης κυβέρνησης που βαδίζει απτόητη στο 2019 και προετοιμάζει τους εορτασμούς του 2021. Το δεύτερο ήταν αυτό του φόβου των ανεξέλεγκτων εξελίξεων. Αντιλαμβάνεται προφανώς ότι αν πιστέψει ο ίδιος το σενάριο της οικονομικής ανάκαμψης που θα έρθει «αυτομάτως» και περιμένει να την κεφαλαιοποιήσει πολιτικά, κινδυνεύει να οδηγηθεί αναγκαστικά σε εκλογές υπό συνθήκες οξείας ανακύκλωσης της οικονομικής κρίσης.