Η κυβέρνηση κινδυνεύει να βρεθεί εκτός του δημοκρατικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν τα κυβερνητικά στελέχη στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος Παππά για την αδειοδότηση των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία.
Η εκπρόσωπος της κυβέρνησης κ. Γεροβασίλη έχει υιοθετήσει μια επιχειρηματολογία που θυμίζει τον πρόεδρο-δικτάτορα της Βενεζουέλας Μαδούρο και συνδυάζει καταγγελίες για ένα υποτιθέμενο πραξικόπημα και πολιτικούς ακροβατισμούς γύρω από την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι φτωχότεροι συμπολίτες μας.
Την άθλια κυβερνητική εικόνα συμπληρώνουν οι παρεμβάσεις του υπουργού Επικρατείας κ. Παππά, ο οποίος διαφημίζει την επόμενη νομοθετική πρωτοβουλία του με στόχο να επιβληθεί η κυβερνητική πολιτική ανεξάρτητα από το αν κρίνεται συνταγματική ή όχι.
Η μόνη λύση
Πρώτα να αποσυρθεί ο νόμος Παππά, στη συνέχεια να συσταθεί το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο στη βάση της ευρύτατης συναίνεσης που προβλέπεται και μετά να προκηρυχθεί ο διαγωνισμός για την αδειοδότηση των ιδιωτικών καναλιών από το ΕΣΡ, το οποίο έχει τη συνταγματική αρμοδιότητα, χωρίς να υπάρχει ο αυθαίρετος περιορισμός των αδειών σε τέσσερις.
Μετά την αρνητική για τον κυβερνητικό σχεδιασμό απόφαση του ΣτΕ η πρόταση αυτή αποκτά μεγαλύτερη πολιτική σημασία. Βγάζει την κυβέρνηση από το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε με δική της ευθύνη, ανεβάζει το επίπεδο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και λύνει ένα σημαντικό πρόβλημα, εφόσον όλοι λίγο-πολύ δέχονται ότι πρέπει να υπάρξει ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου με οριστική αδειοδότηση των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και σοβαρό όφελος για το δημόσιο ταμείο.
Η ποιότητα των πολιτικών δεν κρίνεται τόσο από τα λάθη τους –τα οποία πρέπει να θεωρούνται αναπόφευκτα σε ένα σύνθετο και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον– όσο από τον τρόπο που αντιδρούν σε αυτά. Η εμμονή της κυβερνητικής ηγεσίας να προχωρήσει στην ίδια κατεύθυνση παρά την απόφαση του ΣτΕ δείχνει ότι στελέχη όπως η κ. Γεροβασίλη και ο κ. Παππάς –πιθανότατα και ο κ. Τσίπρας που βρίσκεται πίσω από αυτούς– έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και δεν είναι σε θέση να διδαχτούν από τα λάθη τους και να χαράξουν διορθωτική πορεία.
Η στάση της Ε.Ε.
Μέχρι σήμερα η Ε.Ε. αντιμετώπισε με μεγάλη διακριτικότητα τις μιντιακές περιπέτειες της κυβέρνησης Τσίπρα. Ενώ στην περίπτωση της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, οι κυβερνήσεις των οποίων ακολουθούν ανάλογες μεθοδεύσεις για τον έλεγχο των ΜΜΕ και της Δικαιοσύνης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντέδρασαν δυναμικά, στην περίπτωση της Ελλάδας απλώς καταγράφηκε το πρόβλημα και υπήρξαν κάποιες προειδοποιήσεις.
Η διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισης οφείλεται, κατά την άποψή μου, σε τρεις παράγοντες.
- Πρώτον, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ανησυχούν ιδιαίτερα για τις επιδιώξεις των κυβερνήσεων της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, οι οποίες κινούνται στον χώρο της σκληρής εθνικιστικής Δεξιάς, επειδή λειτουργούν σε ένα πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον το οποίο έχει προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το αποτυχημένο πείραμα του σοβιετικού κομμουνισμού. Στην περίπτωση της Ελλάδας θεωρούν ότι η δημοκρατία μας είναι πιο ώριμη και μπορεί να αντιμετωπίσει αντιδημοκρατικές κυβερνητικές προκλήσεις. Αν κρίνουμε από την απόφαση του ΣτΕ, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί φαίνεται να έχουν δικαιωθεί στις εκτιμήσεις τους.
- Δεύτερον, υπάρχει μια κατανόηση για τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι θα ήθελαν να μην ανοίξουν ένα νέο μέτωπο, το οποίο μπορεί να ρίξει ακόμη πιο χαμηλά την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τσίπρα.
- Τρίτον, υπάρχει σαφής οδηγία από την ηγεσία της ΝΔ προς τους ευρωβουλευτές της να αποφύγουν την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Προς το παρόν η ΝΔ απλώς καταγράφει την αντίθεσή της στην κυβερνητική πολιτική στο θέμα των ΜΜΕ, χωρίς να παίρνει πρωτοβουλίες ανάδειξης του προβλήματος και ευρωπαϊκής και διεθνούς απομόνωσης της κυβέρνησης Τσίπρα.
Κρίσιμο σταυροδρόμι
Με την απόφαση του ΣτΕ με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος Παππά φτάνουμε όλοι σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Η κυβέρνηση καλείται να εγκαταλείψει την προσπάθεια διαμόρφωσης του τηλεοπτικού τοπίου με βάση τις πολιτικές της επιδιώξεις και να χαράξει διορθωτική πορεία, λαμβάνοντας υπόψη της την απόφαση του ΣτΕ και τις βάσιμες αντιρρήσεις που εκφράζονται σε πολιτικό επίπεδο.
Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να καταγγέλλει το ΣτΕ για… συνταγματικό πραξικόπημα και κλιμακώσει την προσπάθεια εφαρμογής της πολιτικής που περιέχεται στον αντισυνταγματικό νόμο Παππά, θα βρεθεί εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου. Αυτόματα θα δεχτεί μεγάλη πίεση σε ζητήματα λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος, η οποία μπορεί να επεκταθεί και στο ζήτημα της οικονομικής διαχείρισης, εφόσον θα έχει πάρει, με δική της ευθύνη, χαρακτηριστικά αντιδημοκρατικής κυβέρνησης και ανελεύθερου καθεστώτος.
Σε ό,τι αφορά τη ΝΔ, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να συνεχίσει την ήπια προσέγγιση του ζητήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά θα πρέπει να δώσει μάχη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να μπει ένα τέλος στις παρεμβάσεις του κ. Τσίπρα στα ΜΜΕ και στη Δικαιοσύνη με τη μέθοδο που ακολουθεί ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας κ. Όρμπαν.
Ο τελευταίος δοκιμάζει με τις μεθοδεύσεις του την υπομονή και τις αντοχές των ευρωπαϊκών θεσμών. Στη διάρκεια του εορτασμού των εξήντα χρόνων από την εξέγερση των Ούγγρων κατά του σοβιετικού κομμουνισμού το 1956, ο κ. Όρμπαν εμφανίστηκε να δίνει τη μάχη κατά της… σοβιετοποίησης της Ε.Ε., την οποία υποτίθεται ότι προωθούν οι Βρυξέλλες. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ προσπαθεί να δείξει αυτοσυγκράτηση μπροστά στις προκλήσεις του κ. Όρμπαν, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρει. Την προσοχή των ευρωπαϊκών θεσμών τράβηξε και η εξαφάνιση της μεγαλύτερης αντιπολιτευόμενης εφημερίδας της Ουγγαρίας, η οποία έκλεισε λόγω οικονομικής αδυναμίας, για να εξαγοραστεί στη συνέχεια από φιλοκυβερνητικό επιχειρηματία.
Την ώρα, λοιπόν, που η Ε.Ε. μετράει τις δυνάμεις της για να δει πώς ακριβώς θα αντιμετωπίσει το φαινόμενο Όρμπαν στην Ουγγαρία και ανάλογες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης της Πολωνίας, θα είναι φοβερό πολιτικό λάθος του κ. Τσίπρα να ταυτιστεί στην αντίληψη των ευρωπαϊκών θεσμών με τις αντιδημοκρατικές πρακτικές σε βάρος των ΜΜΕ και της Δικαιοσύνης της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση από τους ηγέτες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, εφόσον οι τελευταίοι έχουν υψηλή δημοτικότητα, η οποία αποτελεί παρελθόν για τον κ. Τσίπρα και την κυβέρνησή του, και οι χώρες τους έχουν καλές οικονομικές επιδόσεις και πολύ μικρή εξάρτηση από τις Βρυξέλλες σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Γιώργος Κύρτσος