Για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια επανέκδοση του «Mein Kampf» (Ο Αγών μου) κυκλοφόρησε σήμερα στη Γερμανία για παιδαγωγικούς σκοπούς, παρά τις επιφυλάξεις που είχαν διατυπώσει διάφορες οργανώσεις το περασμένο διάστημα για τη δημοσιότητα που αποκτά ξανά το λιβελογράφημα του Αδόλφου Χίτλερ.
Σύμφωνα με τα διεθνή μέσα, πρόκειται για μία κριτική έκδοση των 1.948 σελίδων, η οποία περιλαμβάνει 3.500 επεξηγηματικές σημειώσεις και έχει ως στόχο να αποτελέσει «μια απάντηση στο βιβλίο του Χίτλερ». Τα παραπάνω δήλωσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο Κρίστιαν Χάρτμαν, ο οποίος διευθύνει αυτό το εκδοτικό εγχείρημα στους κόλπους του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας (IFZ) του Μονάχου.
Το βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί από σήμερα στα γερμανικά βιβλιοπωλεία, πωλείται στην τιμή των 59 ευρώ.
Το ιδρυτικό κείμενο του ναζισμού και του σχεδίου για την εξολόθρευση των εβραίων πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «το πνευματικό κέντρο μιας φονικής ιδεολογίας», η οποία «κατέληξε στη μεγαλύτερη καταστροφή», επέμεινε ο ιστορικός.
Η ομάδα του IFZ άρχισε το 2009 αυτό το τιτάνειο, όσο και αμφιλεγόμενο εγχείρημα.
Θα ήταν πράγματι αδύνατο να εκδοθεί ένα τέτοιο έργο χωρίς σχόλια και χωρίς να του αντιταχθούν «επικριτικές» αναφορές με στόχο να τοποθετηθούν «το κείμενο και ο συγγραφέας στο κατάλληλο πλαίσιο», συμπλήρωσε ο Αντρέας Βίρσινγκ, ο διευθυντής του IFZ, ο οποίος κάνει λόγο για μια επιχείρηση «απομυθοποίησης».
Τα δικαιώματα του μοναδικού βιβλίου που γράφτηκε ποτέ από τον ναζί δικτάτορα, το 1924 και το 1925 ενώ βρισκόταν στη φυλακή έπειτα από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, περιήλθαν την 1η Ιανουαρίου στο δημόσιο, αφού από το 1945 τα κατείχε το ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας.
Στην πράξη, το «Mein Kampf» είναι ήδη «ευρέως διαθέσιμο, τόσο στο Ίντερνετ, όσο και στα βιβλία ευκαιρίας», υπενθυμίζει ο Αμερικανός Ρόναλντ Λόντερ, πρόεδρος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συμβουλίου. Η λήξη των συγγραφικών δικαιωμάτων δεν αλλάζει συνεπώς θεμελιωδώς τα δεδομένα.
Ωστόσο, ο συμβολισμός παραμένει βαρύς καθώς βγαίνουμε από το 2015 που σημαδεύτηκε από τις εκδηλώσεις για το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και την απελευθέρωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η Γερμανία, όπως και η Αυστρία, συνεχίζουν να απαγορεύουν την έκδοση του κειμένου χωρίς σχολιασμό, υπό την απειλή διώξεων για εξώθηση σε φυλετικό μίσος, όμως η κυκλοφορία σχολιασμένων εκδοχών είναι πλέον δυνατή στη Γερμανία.
Η πρώτη πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση ήρθε από το IFZ και γρήγορα προκάλεσε την ενόχληση των βαυαρικών αρχών. Αφού χορήγησε στην έκδοση χρηματοδότηση 500.000 ευρώ το 2012, η Βαυαρία αναθεώρησε την επομενη χρονιά την απόφασή της για να μην θίξει τα θύματα.
Η ιδέα είναι «να αποδομηθούν και να τεθούν σ’ ένα πλαίσιο τα γραπτά του Χίτλερ: τι μπορούμε να αντιτάξουμε, με τις σημερινές γνώσεις μας, στους αναρίθμητους ισχυρισμούς, τα ψέματα και τις δηλώσεις προθέσεων του Χίτλερ;», δικαιολογήθηκε το ινστιτούτο του Μονάχου.
Ένα συνδικάτο Γερμανών εκπαιδευτικών τάχθηκε υπέρ της χρησιμοποίησης στο Λύκειο αυτής της κριτικής έκδοσης για να «ανοσοποιηθούν» οι έφηβοι εναντίον του «εξτρεμισμού», ωστόσο το μεγαλύτερο γερμανικό συνδικάτο εκπαιδευτικών απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο να αποτελέσει «υποχρεωτικό ανάγνωσμα».
Αντιδράσεις από την εβραϊκή κοινότητα
Στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας, οι αντιδράσεις κυμαίνονται από την παραίτηση μπροστά στο μεγάλο κοινό που έχει ήδη το βιβλίο, το οποίο διανέμεται ευρέως στην Ινδία, τη Βραζιλία, την Τουρκία ή τις αραβικές χώρες, μέχρι την επιθυμια να περιπέσει οριστικά στη λήθη.
Ο Ρόναλντ Λόντερ θεωρεί από την πλευρά του πως ο λίβελος αυτός θα έπρεπε «να έχει μελετηθεί σωστά πριν από 90 χρόνια», πριν ο συγγραφέας του προκαλέσει «τη χειρότερη μαζική σφαγή στην ιστορία της ανθρωπότητας». Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν αξίζει μια ειδική έκδοση τη στιγμή που οι ερευνητές «έχουν εύκολα πρόσβαση σ’ αυτόν».
Στο Ισραήλ η διανομή του έργου στο ευρύ κοινό εξακολουθεί να απαγορεύεται και η λήξη των δικαιωμάτων δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε σ’ αυτό.
Ο Αντρέας Βίρσινγκ λέει πως αντιλαμβάνεται την ενόχληση που προκαλεί αυτή η έκδοση του IFZ. Όμως «θα ήταν πολιτικά και ηθικά ανεπίτρεπτο και πολύ επικίνδυνο να μην κάνουμε τίποτα» μ’ αυτό το έργο, τονίζει.