Μια νέα θεραπευτική επιλογή έχουν πλέον στην διάθεσή τους οι έλληνες οφθαλμίατροι ως προς την καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενών με μη λοιμώδη ραγοειδίτιδα, μια φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα, δηλαδή του μεσαίου στρώματος του οφθαλμού, που μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη όραση ή απώλεια της όρασης, καθώς αποτελεί την πέμπτη αιτία τύφλωσης στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων να δώσει μιας νέας ένδειξης του βιολογικού παράγοντα adalimumab για τη θεραπεία ορισμένων μορφών μη λοιμώδους ραγοειδίτιδας, οι οφθαλμίατροι μπορούν πλέον να το συνταγογραφούν απευθείας στον ασθενή χωρίς να χρειάζεται να περάσει από γνωμοδοτική επιτροπή του ασφαλιστικού του φορέα.
Το adalimumab στοχεύει και βοηθά στη δέσμευση του παράγοντα TNF-α, μιας συγκεκριμένης αιτίας φλεγμονής, που μπορεί να παίζει ρόλο στη ραγοειδίτιδα. Τα αποτελέσματα δύο κύριων μελετών φάσης 3, των VISUAL-I και VISUAL-II, έδειξαν ότι οι ασθενείς με ενεργή και με ελεγχόμενη μη λοιμώδη διάμεση ραγοειδίτιδα, οπίσθια ραγοειδίτιδα και πανραγοειδίτιδα, στους οποίους χορηγήθηκε adalimumab, είχαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο έξαρσης της νόσου ή μείωσης της οπτικής οξύτητας, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Έτσι, το adalimumab είναι πλέον η πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη βιολογική θεραπεία για τη μη λοιμώδη ενδιάμεση ραγοειδίτιδα, οπίσθια ραγοειδίτιδα και πανραγοειδίτιδα σε ενήλικες ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση στην κορτιζόνη, σε ασθενείς για τους οποίους απαιτείται σταδιακή μείωσή της, καθώς και σε ασθενείς που αντενδείκνυται η θεραπεία με κορτιζόνη.
Το adalimumab χορηγείται αυτή τη στιγμή για τη θεραπεία 13 διαφορετικών νοσημάτων σε περισσότερους από 1.000.000 ασθενείς, διεθνώς.