Από την αρχή του αιώνα μας είχαν φανεί οι εχθρικές προθέσεις της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας και μόνο αξιοθρήνητη θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την προσπάθεια υποκρισίας της, με αποκορύφωση τον ύπουλο τορπιλισμό του αντιτορπιλικού ΕΛΛΗ στο λιμάνι της Τήνου στις 15 ΑυΧάρτης Ιταλικής κατοχήςγούστου 1940, παρά το σύμφωνο φιλίας που είχε υπογραφεί μεταξύ των δύο χωρών από τον Σεπτέμβρη του 1928. Ο Μουσολίνι είχε προφανώς πιστέψει πως η θρασύτητα μπορεί να αφοπλίσει την αξιοπρέπεια, η υποκρισία τη δίψα για την ελευθερία και η στρατιωτική υπεροχή το, από υπάρξεώς του, ιερό καθήκον του Έλληνα στρατιώτη. Είχε πιστέψει σε ένα παλαιότερο όνειρο, την ανασύσταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ή τουλάχιστον της ενετικής θαλασσοκρατίας. ώστε να δύνανται οι ενδιαφερόμενοι να ανατρέξουν σε συγγράμματα προς γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων και ακόμη μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τα αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν παρέλθει αιώνες.
Η χώρα μας από το 1923 βαριά τραυματισμένη από τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής καταστροφής, κατέβαλλε προσπάθειες για να απορροφήσει ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες και να ανασυντάξει την οικονομία και την πολιτική της.
Από τον Απρίλιο του 1939 η φασιστική Ιταλία είχε καταλάβει την Αλβανία, και με περιστροφές, δολιχοδρομίες, διπλωματικούς ελιγμούς, παλινωδίες και αυτοδιαψεύσεις προσπαθούσε να συγκαλύψει τις επεκτατικές της προθέσεις προς την Ελλάδα. Η κατάληψη της Αλβανίας, ήταν φυσικό, να ανησυχήσει ιδιαίτερα τις δύο συνορεύουσες χώρες, Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία, και μάλιστα από απειλή που δεν προερχόταν από την Ιταλία μόνη, αλλά από τον Άξονα του οποίου την ίδρυση είχε εξαγγείλει ο Μουσολίνι από τον Νοέμβριο του 1936.
Απó τη πλευρά της Αγγλίας δια των πρωθυπουργών Τσάμπερλαιν και Νταλαντιαί, του υπουργού εξωτερικών Λóρδου Χάλιφαξ, του πρώτου Λóρδου του αγγλικού Ναυαρχείου Ουίνστον Τσώρτσιλ, δίδονταν άφθονες και συναισθηματικά παρήγορες εγγυήσεις για την ανεξαρτησία και ακεραιóτητα της Ελλάδας, που δυστυχώς για διάφορους λóγους δεν υλοποιήθηκαν. Όλα αυτά σήμαιναν για την Ελλάδα, óτι μóνη έπρεπε να προετοιμαστεί, για μια πιθανή αναμέτρηση, προς διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της.
Όμως το ελληνικó Γενικó Επιτελείο είχε λóγους να μην αδρανεί. Ενώ ζητούσε συνεργασία με τα Γενικά Επιτελεία Αγγλίας και Γαλλίας αυτά περιορίζοντο στη συγκέντρωση πληροφοριών χωρίς πρακτική συνέχεια, για να αφήσουν, τελικά, την Ελλάδα και πάλι μóνη, στο δραματικó της Ακρωτήρι, να ετοιμαστεί να αντιμετωπίσει για πολλοστή φορά τον Δεσποτισμó.
Τον Αύγουστο του 1939 υπó το πρóσχημα γυμνασίων οι ιταλικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στα ελληνικά σύνορα για να ανησυχήσει το ελληνικó Γενικó Επιτελείο και να εισηγηθεί στη Κυβέρνηση την επιστράτευση των απέναντι της Αλβανίας μονάδων, VΙΙΙ και ΙΧ μεραρχιών καθώς και της ΙV ταξιαρχίας. Η διαταγή επιστρατεύσεως εκδóθηκε την νύχτα της 23ης Αυγούστου. Τη προηγούμενη ημέρα είχε υπογραφεί στη Μóσχα γερμανοσοβιετικó σύμφωνο περί μη επιθέσεως, που σήμαινε, óτι απερίσπαστος και ανενóχλητος ο Άξονας θα μπορούσε να δράσει στη Δύση και το Νóτο.
Στις 29 Αυγούστου 1939 ο Ιταλóς στρατιωτικóς ακóλουθος ζητάει απó τον Αρχηγó του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, Αλέξανδρο Παπάγο, πληροφορίες για την συγκέντρωση των ελληνικών στρατευμάτων, ενώ δίνει την διαβεβαίωση, óτι ισχύει πάντοτε η εγγύηση εκ μέρους της Ιταλίας, για το απαραβίαστο του ελληνικού εδάφους.