Ένας πρωθυπουργός αμήχανος, αμυνόμενος, φοβισμένος και εκτεθειμένος για τα όσα μεγαλόστομα έχει πει κατά καιρούς και διαψεύστηκε στη συνέχεια παταγωδώς, εμφανίστηκε στην καθιερωμένη συνέντευξη Tύπου στη ΔΕΘ, επιχειρώντας όμως και πάλι να αποδράσει, δίνοντας διαβεβαιώσεις για έξοδο από την κρίση και προστασία των αδυνάτων, που όμως περισσότερο αποτελούν ευχολόγιο, παρά ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, αλλά και στο διεθνές περιβάλλον.
Ο Αλέξης Τσίπρας διαμήνυσε βέβαια και πάλι ότι δεν πρόκειται να κάνει εκλογές, διότι η χώρα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα και επισημαίνοντας ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι αρραγής, ξεκαθάρισε ουσιαστικά ότι η κυβέρνησή του θα προσπαθήσει να μείνει στην εξουσία όσο περισσότερο μπορεί.
Το αφήγημα του πρωθυπουργού είχε ως κεντρικό άξονα ότι η χώρα βγαίνει σύντομα από την κρίση, βασιζόμενος στον ισχυρισμό ότι βρισκόμαστε περισσότερο από ποτέ κοντά στη συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους. Την ίδια στιγμή όμως δεν έκρυψε, απαντώντας σε σειρά ερωτήσεων, την ανησυχία του για εμπλοκή και καθυστέρηση στο θέμα αυτό εξαιτίας των γερμανικών εκλογών του 2017 και των αρνητικών διαθέσεων που δείχνει ήδη το Βερολίνο σε μία προοπτική ευνοϊκής ρύθμισης για την Ελλάδα. Δεν μπορεί τόνισε να επηρεάζονται οι συμφωνίες αυτές από τις εσωτερικές εξελίξεις σε μία χώρα και επισήμανε ότι όσο σημαντικό ρόλο κι αν παίζει η Γερμανία δεν παύει να είναι μόνο μία χώρα, όταν στην υπόθεση εμπλέκονται και άλλες πλευρές. Εμείς τηρούμε τη συμφωνία, είναι η σειρά των δανειστών αν την τηρήσουν και αυτοί είπε ο κ. Τσίπρας, μην κρύβοντας ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και καμία σιγουριά για ρύθμιση του χρέους δεν υπάρχει στην κυβέρνηση.
Το άλλο στοιχείο του νέου αφηγήματος του πρωθυπουργού από τη φετινή ΔΕΘ ήταν ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει μία νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές για την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί για μετά το 2018 (3,5%), ώστε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος τόσο για την φορολογική ελάφρυνση πολιτών και επιχειρήσεων, όσο και για κοινωνικές πολιτικές. Η υπόσχεση του κ. Τσίπρα φανερώνει ίσως καλές προθέσεις, αλλά έχει το προαπαιτούμενο να αποδεχθούν οι δανειστές τα μειωμένα πρωτογενή πλεονάσματα, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται διόλου από τις πρώτες αντιδράσεις τους – τουναντίον η απαίτηση για 3,5% ετησίως μετά το 2018 δείχνει ανυποχώρητη. Ο πρωθυπουργός απέφυγε μάλιστα να σχολιάσει την δημοσιογραφική αποστροφή εάν πρόκειται για μία νέα αυταπάτη, όπως οι προηγούμενες που οδήγησαν στα γνωστά αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης του 2015.
Ο κ. Τσίπρας βιάστηκε να προδικάσει και τα οικονομικά αποτελέσματα της τρέχουσας χρονιάς, επικαλούμενος ότι τα έσοδα πάνε καλά και άρα δεν υπάρχει θέμα ενεργοποίησης του «κόφτη» ή επιβολής νέων μέτρων. Κι αυτό παρότι η οικονομία παραμένει σε ύφεση, παρά τις προσδοκίες για ψήγματα έστω ανάπτυξης μέσα στη χρονιά.
Ο πρωθυπουργός έδειξε να θεωρεί δεδομένη ή έστω να αισιοδοξεί έντονα για την ένταξη της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, υποτιμώντας μάλλον συνειδητά το μήνυμα Ντράγκι ότι πρέπει πρώτα να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, ώστε να υπάρξει ρύθμιση του χρέους και στη συνέχεια να λάβει τις αποφάσεις της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ακόμη και για τη δεύτερη αξιολόγηση ο κ. Τσίπρας έδειξε να τη θεωρεί… εύκολη ή τουλάχιστον πιο εύκολη από την πρώτη. Η εκτίμησή του έτσι κι αλλιώς είναι, όπως το διατύπωσε ευθέως μάλιστα, ότι κάθε αξιολόγηση από δω και πέρα θα είναι ευκολότερη από την προηγούμενη. Έδειξε να θεωρεί δεδομένο ότι οι δανειστές θα αποδεχθούν την ελληνική θέση για τα εργασιακά, ότι πρέπει να εφαρμοστεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο και περίπου διαβεβαίωσε για το γρήγορο της ολοκλήρωσης, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί καν η πρώτη αξιολόγηση ακόμη, για την οποία εκκρεμούν 15 προαπαιτούμενα ώστε να εισπραχθεί από τη χώρα η υποδόση των 2,8 δις ευρώ!
Ως επιστέγασμα ο κ. Τσίπρας πλάσαρε την καινοφανή θεωρία ότι επειδή έχουμε πολλά χρόνια ύφεση κάποια στιγμή θα υπάρξει έκρηξη… ανάπτυξης, η οποία θα έρθει ούτως ή άλλως! Τοποθέτησε με τα λεγόμενά του την ανάπτυξη αυτή εντός του 2017, χωρίς όμως να εξηγήσει πώς μπορεί να γίνει αυτό με την υπερφορολόγηση.
Στη συνέντευξή του ο πρωθυπουργός επικαλέστηκε σειρά προφορικών στοιχείων, με βάση τα οποία μόνο ένα 5% των συνταξιούχων επλήγησαν ουσιαστικά από τις μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις. Ισχυρίστηκε ότι υπάρχει παραπληροφόρηση για το θέμα και πως η κυβέρνησή του πέτυχε μία δύσκολη μεταρρύθμιση με τις λιγότερο δυνατές συνέπειες για τους συνταξιούχους.
Κατά Μητσοτάκη και κεντροαριστεράς, «γλύκες» για Καραμανλή
Ο κ. Τσίπρας είχε σταθερό μέτωπο στη διάρκεια της συνέντευξης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον οποίο κατηγόρησε ότι «μετά από πίεση εξωγενών παραγόντων προσχώρησε στην άποψη ότι η κυβέρνηση πρέπει να φύγει πριν την πρώτη αξιολόγηση αδιαφορώντας για τις συνέπειες για τη χώρα… Εγκλωβίστηκε σε μια λογική που όσο περνούν οι ημέρες γίνεται γραφική».
Αναφερόμενος επίσης στην ανακοίνωση του κ. Μητσοτάκη ότι θα μειώσει τον ΕΝΦΙΑ κατά 30%, τόνισε ότι αυτό σημαίνει απώλεια για τα έσοδα ύφους 800 εκατομμυρίων ευρώ, συν τα 246 που θέλει να επιστρέψει στους καναλάρχες ακυρώνοντας τον διαγωνισμό για τις άδειες, σημαίνει ότι θα έχουμε ένα δις μείον. «Δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο στο δημόσιο για να κλείσει αυτή η τρύπα» σημείωσε χαρακτηριστικά. «Σηματοδοτεί Τη συνέχεια ενός παλαιού συστήματος μιας οικογένειας που είναι 70 χρόνια στα πολιτικά πράγματα, ενός συστήματος διαπλεκόμενου. Δεν σημαίνει αυτό ότι δεν μπορούμε να βρούμε κοινές θέσεις σε ορισμένα ζητήματα. Η στάση του όμως αποδεικνύει ότι είναι ο εκφραστής αυτού του συστήματος που καταδίκασε ο λαός τρεις φορές από το 2015» πρόσθεσε.
Με αφορμή επίσης τη δήλωση του προέδρου της ΝΔ ότι θα επιβάλει το νόμο στα Εξάρχεια ο πρωθυπουργός σχολίασε ότι «αφού ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει σκοπό να το εφαρμόσει στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο θα τον εφαρμόσει στα Εξάρχεια».
Οξύς ήταν και για την κεντροαριστερά, ειδικά το ΠΑΣΟΚ δείχνοντας ότι το χάσμα βαθαίνει. Χαρακτήρισε αδιανόητη την απόρριψη της απλής αναλογικής από την Φώφη Γεννηματά, την οποία χαρακτήρισε παράρτημα της ΝΔ και ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει θέμα διαλόγου με ευθύνη του ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι συμπληρωματική δύναμη στον κ. Μητσοτάκη. Ήταν ιδιαίτερα υποτιμητικός για τις διεργασίες ανασυγκρότησης του χώρου, λέγοντας ότι γίνεται πολύ συζήτηση, αλλά δεν βλέπει αποτέλεσμα, αφού είναι «κακό χωριό τα λίγα σπίτια».
Αντιθέτως για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήταν μάλλον προσεκτικός έως «γλυκός». Είπε ότι τον πρώην πρωθυπουργό όπως και τον ίδιο θα τους κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος – ο ίδιος δεν μπορεί να κρίνει το «έργο» εκείνης της πενταετίας δηλαδή; – και πως η ΝΔ έχει μεγάλες διαφορές επί Καραμανλή και επί Μητσοτάκη.