Η αποκαθήλωση μιας σκαλωσιάς από ένα μνημείο σε κάθε άλλη περίπτωση θα περνούσε απαρατήρητη. Για τη Ροτόντα όμως αποτελεί ιστορική στιγμή. Επί 38 χρόνια αγκαλιάζει την εσωτερική της τοιχοποιία σε ύψος περίπου 30 μέτρων κρύβοντας τα μοναδικής τέχνης και ομορφιάς εντοίχια βυζαντινά ψηφιδωτά της (4ος-6ος αιώνας).
Στήθηκαν μετά τους σεισμούς του 1978 για τις στερεωτικές εργασίες στο πληγωμένο κτίριο κι αργότερα για τη συντήρηση του ψηφιδωτού της διάκοσμου, που απαίτησε αμέτρητες ώρες συλλογικής δουλειάς από την τότε 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ηρθε όμως η ώρα το εμβληματικό μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO) να απαλλαγεί από την εικόνα του εργοταξίου που παρουσιάζει σήμερα.
Η αντίστροφη μέτρηση για το ξήλωμα της σκαλωσιάς άρχισε τον περασμένο Απρίλιο. Ηταν Μεγάλη Εβδομάδα όταν ο προϊστάμενος Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης δρ Σταμάτιος Χονδρογιάννης εξέπεμπε SOS προς πάσα κατεύθυνση για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Ροτόντα. Εκείνη την περίοδο, από τη χορταριασμένη της στέγη κρέμονταν, κυριολεκτικά, οι κήποι της Βαβυλώνας… Τι σήμαινε αυτό; Τα όμβρια ύδατα άρχισαν να γλείφουν εσωτερικά τον θόλο θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τα αριστουργήματα της ψηφιδωτής τέχνης. Αν η επέμβαση δεν ήταν άμεση, η ζημιά που θα προκαλούσε θα μπορούσε να είναι μη αναστρέψιμη.
Ο περιφερειάρχης, ο δήμαρχος και, τελικά, ο υπουργός Πολιτισμού, στους οποίους ο έφορος αρχαιοτήτων Πόλης έθεσε ενώπιος ενωπίω την ευθύνη, ανταποκρίθηκαν άμεσα. Το χρηματικό ποσό από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του ΥΠΠΟ που εγκρίθηκε, μικρό (40.000 ευρώ) αλλά σεβαστό στις μέρες μας, όχι μόνο γλίτωσε το μνημείο στο παρά πέντε αλλά έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό της νέας Εφορείας ώστε η Ροτόντα σύντομα να αποδοθεί στο κοινό χωρίς σκαλωσιές.
Η αποκατάσταση-επικεράμωση της στέγης και, ταυτόχρονα, μικρής εμβέλειας παρεμβάσεις μετέτρεψαν τους τελευταίους μήνες και πάλι τη Ροτόντα σε ζωντανό εργοτάξιο. Στο διάστημα αυτό η Ροτόντα δεν έκλεισε.
Αντίθετα παρέτεινε το ωράριο της λειτουργίας της έως τις 19.00. Θα αναρωτιέται κανείς: εν μέσω της αστάθειας, πολιτικής και οικονομικής, καλύφθηκαν οι ελλείψεις (φυλακτικού προσωπικού); Κάθε άλλο! Με μια εσωτερική οργάνωση του διαθέσιμου προσωπικού, ο έφορος Πόλης κατάφερε να διευρύνει το ωράριο λειτουργίας. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Περισσότεροι από 1.500 επισκέπτες περνούν καθημερινά το κατώφλι του μνημείου από τον περασμένο Μάιο έως σήμερα.
«Η Ροτόντα αποτελεί μοναδικό μνημείο με μεγάλη επισκεψιμότητα. Παρ’ όλα αυτά παραμένει σκοτεινό, νεκρό, εγκαταλελειμμένο, μη αναγνωρίσιμο στην οικουμένη. Ολοι γνωρίζουν το Πάνθεον της Ρώμης αλλά αγνοούν το “δίδυμό” του, τη Ροτόντα. Ξέρουν τα ψηφιδωτά της Ραβέννας αλλά δεν γνωρίζουν τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης. Αναρωτιέμαι όμως ποια πόλη δεν θα αναδείκνυε έναν τέτοιο μνημειακό πλούτο; Ποιοι επιχειρηματίες δεν θα επένδυαν υποδειγματικά γύρω από ένα μνημείο σαν τη Ροτόντα; Ποιοι φορείς δεν θα διαφήμιζαν παντού τα μοναδικής καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας στον κόσμο ψηφιδωτά της…».
Με αυτά τα ερωτήματα ο έφορος Πόλης σχεδίασε τη νέα του στρατηγική για τα μνημεία, κλασικά και βυζαντινά. Μια σειρά δράσεων, ενεργειών, επεμβάσεων μπαίνουν σε εφαρμογή, με απόλυτο στόχο μνημεία μεγάλα και μικρά να γίνουν ορατά, φωτεινά, καλαίσθητα, ενσωματωμένα στον αστικό ιστό και στη ζωή, μέρα και νύχτα. «Τα μνημεία είναι πηγές ζωής. Για τον λόγο αυτό αποδίδουμε στο κοινό τον μνημειακό αρχιτεκτονικό πλούτο, καθιερώνουμε θεσμούς βιωματικής γνωριμίας», μας πληροφορεί ο κ. Χονδρογιάννης.
Αναζήτηση χορηγών για τον φωτισμό
Μία από τις προτεραιότητες είναι και η αντικατάσταση του ευτελούς εκκλησιαστικού εξοπλισμού σε όλους τους βυζαντινούς ναούς που βρίσκονται στον κατάλογο της UNESCO. «Φτηνά ξυλόγλυπτα του μέτρου, πρόχειρης και χαμηλής αισθητικής εκκλησιαστικά έπιπλα αποτελούν προσβολή προς τη βυζαντινή τέχνη», παρατηρεί ο έφορος Πόλης. Η Εφορεία σε δημιουργική συνεργασία με τη Μητρόπολη ανασχεδιάζει εκκλησιαστικό εξοπλισμό (στασίδια, πολυελαίους κ.ά.) που να συνάδει με την αισθητική της βυζαντινής κληρονομιάς.
Η έναρξη θα γίνει από τη Ροτόντα. Μη φανταστείτε θεαματικές παρεμβάσεις, αφού η χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία της αποκατάστασης-συντήρησης είχε ολοκληρωθεί το 2005. Μικρές αναστηλωτικές εργασίες στα ερείπια θα αναδείξουν πρωτοχριστιανικά κτίρια που αποκάλυψε ανασκαφή των αρχών του 20ού αιώνα στην αυλή του. Μια επέμβαση στον περίβολο της ανατολικής εισόδου θα ενώσει οπτικά το μνημείο με την αψίδα του Γαλάριου (Καμάρα) και τον άξονα της Γούναρη. Τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη που βρίσκονται στην αυλή του θα ανασυνθέσουν ένα υπαίθριο μουσείο. Απομακρύνονται κάδοι απορριμμάτων από τις εισόδους, καθαρίζονται τα γκράφιτι στην εξωτερική τοιχοποιία.
Βασική προϋπόθεση είναι ο φωτισμός. Η Εφορεία προσανατολίζεται γι’ αυτό στην αναζήτηση χορηγών και σε ψηφιακά συστήματα που θα διευκολύνουν τους επισκέπτες να απολαμβάνουν και να μελετούν τις συμβολικές ψηφιδωτές συνθέσεις, οι οποίες σήμερα φαίνονται μόνο από απόσταση 30 μέτρων. Ταυτόχρονα προγραμματίζει χώρο πολυμέσων για εκπαιδευτικά προγράμματα και δράσεις σύγχρονων ψηφιακών εφαρμογών (βρίσκεται για έγκριση στο ΚΑΣ) και καθιερώνει θεσμούς γνωριμίας με το κοινό. Επιπλέον, ως χώρο μνήμης και πολιτισμού με διττή χρήση, μουσειακή και, σχεδόν από την ίδρυσή του, λατρευτική, ξανασυνδέει τη Ροτόντα με την ιστορία. «Σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Ροτόντα ήταν ναός αφιερωμένος στους αρχαγγέλους», εξηγεί ο κ. Χονδρογιάννης. «Για τον λόγο αυτόν θα προτείνουμε συμβολικά την τέλεση μιας ακόμη επίσημης λειτουργίας των Αγίων Ασωμάτων ή Αρχαγγέλων».
«Δόθηκαν μάχες γι’ αυτό», του υπενθυμίζω. Κάτω από τις σκαλωσιές στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Θεσσαλονίκη βίωσε τις πιο θλιβερές σκηνές μισαλλοδοξίας για τη μουσειακή ή θρησκευτική του χρήση. «Η Ροτόντα είναι ναός σχεδόν από την ίδρυσή του (αρχές 4ου αιώνα)», απαντά ο κ. Χονδρογιάννης.
«Πρέπει με κάθε τρόπο να τοποθετηθεί στο κέντρο μνημείων της οικουμένης», τονίζει. «Απώτερος στόχος είναι η αναγνωρισιμότητα του μνημείου που φέρει τα σημάδια 16 αιώνων ιστορίας (χριστιανικός ναός, Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, 1524-1591, μουσουλμανικό τέμενος έως την απελευθέρωση, 1912). Η νέα Εφορεία έβαλε το στοίχημα να παραδώσει στο κοινό ένα κόσμημα».