Στο ντέρμπι κυπέλλου του μπάσκετ ανάμεσα στον Αρη και τον ΠΑΟΚ, η υποδοχή του Παναγιώτη Γιαννάκη από τους οπαδούς του «Αυτοκράτορα» ήταν ό,τι πιο ωραίο είδα τον τελευταίο καιρό σε ελληνικό γήπεδο. Για μια στιγμή νόμιζα πως γύρισε ο χρόνος πίσω, πως ήμουν ξανά στη δεκαετία του ’80, πως στο παρκέ θα εμφανιστεί όλος ο μεγάλος Αρης.
Θεωρώ τη νοσταλγία ένα είδος ασθένειας, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση η εικόνα και τα συνθήματα έφτιαξαν ένα απίστευτο κοκτέιλ συναισθημάτων: με πλημμύρισαν μνήμες και ελπίδες. Και μόνο για αυτό η επιστροφή του Γιαννάκη στον Αρη είναι μια ευλογημένη στιγμή αθλητικής ιστορίας.
Η επιστροφή είναι δύσκολη
Το είχα γράψει και το καλοκαίρι στην Sportday όταν ο κόουτς είχε ανακοινώσει την επιστροφή του και είχε δώσει μια συνέντευξη Τύπου για να εξηγήσει την δύσκολη απόφασή του. Το πότε κάποιος φεύγει από μια ομάδα είναι πάντα λιγότερο σημαντικό από το πότε γυρνά: ισχύει για παίκτες, προπονητές, παράγοντες, για όλους. Φεύγεις από μια ομάδα για δυο λόγους.
Ο ένας μπορεί να είναι ότι σου έχει γίνει μια καλύτερη επαγγελματική πρόταση. Ο άλλος γιατί ξαφνικά νοιώθεις λιγότερο σημαντικός, γιατί π.χ μπορεί να σου χρωστάνε ή να σε υπολογίζουν λιγότερο. Και στις δυο περιπτώσεις αισθάνεσαι μέσα σου ότι ο κύκλος έχει κλείσει: η απόφαση να φύγεις είναι σχετικά εύκολη.
Δύσκολη είναι πάντα η απόφαση της επιστροφής. Πρώτον δεν έχεις συμβόλαιο με την επιτυχία: οι πιθανότητες αποτυχίας και επιτυχίας είναι συνήθως ίδιες, γιατί το συναισθηματικό φορτίο είναι βαρύ και καμιά φορά το συναίσθημα θολώνει την κρίση. Δεύτερον ξέρεις τι θα βρεις μπροστά σου κι αυτό δεν είναι πάντα καλό, γιατί καμιά φορά δημιουργεί αγκυλώσεις: δεν μπορείς να είσαι όσο σκληρός πρέπει απέναντι σε παλιούς φίλους. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης γύρισε σε ένα Αρη μεγάλων προβλημάτων. Το έκανε χωρίς άλλοθι. Ξέρει ότι όλα όσα έχει μπροστά του είναι δύσκολα. Σίγουρα το σκέφτηκε λίγο παραπάνω. Αλλά δεν δίστασε γιατί είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης.
Στροφή στην καριέρα του
Ο Σβεν Γκόραν Ερικσον έλεγε κάποτε ότι θέλει οι παίκτες που αποκτά στην ομάδα του να κάνουν μια «επιλογή ζωής» κι όχι απλά μια επιλογή ομάδας: να την βλέπουν σαν ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Στην διαδρομή του ο κάθε αθλητής είναι αρκετά σπάνιο να κάνει μια «επιλογή ζωής», δηλαδή μια από αυτές τις επιλογές, που καθορίζουν την καριέρα του επιβάλλοντας και στον ίδιο ν αλλάξει ριζικά. Υπάρχουν πολλοί καλοί παίκτες που άλλαξαν ομάδες και άλλοι πολλοί που δεν το έκαναν: όλοι αυτοί έχτισαν απλά μεγάλες καριέρες προσφέροντας πολλά όπου κι αν αγωνίστηκαν – επιλογές ζωής έκαναν λίγοι.
Ο Γιαννάκης είναι από τους λίγους που θυμάμαι, που έκανε μια αληθινή επιλογή ζωής, όταν πήγε στον Αρη την δεκαετία του ’80: δεν έκανε μια απλά καλή μεταγραφή, αλλά μια μεγάλη στροφή στην καριέρα του. Δεν άλλαξε απλά ομάδα και πόλη: άλλαξε το παιγνίδι του, έμαθε να παίζει play maker, άλλαξε στυλ και έγινε από μεγάλος σκόρερ σούπερ αμυντικός, βάζοντας το είναι του στην υπηρεσία του Αρη και του Γκάλη.
Χάρη στην δική του μετάλλαξη δημιουργήθηκε το ιστορικό δίδυμο, που άλλαξε την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Ο Γιαννάκης πήρε από τον Αρη πολλά. Αλλά του έδωσε την ίδια του την καριέρα, τον μπόλιασε με τη νοοτροπία του νικητή, λειτούργησε ως παράδειγμα για όλους. Καμία από εκείνες τις αποφάσεις του δεν υπήρξε απλή και δεδομένη: λίγοι θα τις έπαιρναν. Αλλά ο Γιαννάκης δεν ήταν απλά σπάνιος: ήταν μοναδικός.
Ο Αρης τον είχε ανάγκη
Σήμερα ο Αρης είχε πάλι ανάγκη ένα τέτοιο μαχητή κάποιον που θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη κάνοντας μια επιλογή ζωής χωρίς να τρομάξει από αυτό που θα βρει μπροστά του. Ο Αρης έχει ένα ιδιοκτήτη με προβλήματα, έχει ένα κόσμο με απαιτήσεις, έχει μια ιστορία που όλοι πρέπει να την σεβαστούν, είναι σε μια μεταβατική περίοδο, μόνο που το ταξίδι του είναι γεμάτο αβεβαιότητα.
Ο Γιαννάκης δεν πήγε στη Θεσσαλονίκη να κάνει απλά την δουλειά του προπονητή, αλλά πήγε πάλι να αναλάβει κάθε ευθύνη, αναλαμβάνοντας ένα ρόλο πολύ περισσότερο σύνθετο, όπως έκανε περίπου και την πρώτη φορά που πήγε ως παίκτης. Χωρίς να προκύπτει από κάπου πως έχει εγγυήσεις ή πως σε πέντε μήνες τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα.
Δημιούργησε αμέσως κινητοποίηση
Το έχω ξαναγράψει πως αν δεν υπήρχε στην ομοσπονδία ο Βασιλακόπουλος και υπήρχε μια άλλη διοίκηση, ο Γιαννάκης θα ήταν στο τιμόνι της Εθνικής. Το βιογραφικό του Δράκου είναι ολόκληρη η μοντέρνα ιστορία της Εθνικής ομάδας μπάσκετ. Τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής, ο Γιαννάκης εμπλέκεται σε όλες τις ελληνικές επιτυχίες της Εθνικής Ανδρών από το 1976 και έπειτα.
Αλλά από τη στιγμή που ο Βασιλακόπουλος στήλωσε τα γέρικα πόδια του και του αρνήθηκε τον πάγκο της Εθνικής, η ιστορία που αγαπάει τους καλούς και τους γενναιόψυχους βρήκε για αυτόν ένα άλλο υπέροχο πρωταγωνιστικό ρόλο: η επιστροφή του Δράκου στον Αρη σκόρπησε το καλοκαίρι συγκίνηση.
Η νίκη του Αρη στο πρώτο ντέρμπι της χρονιάς κατέδειξε πως η απόφαση αυτή είναι κάτι που έχει ανάγκη το ίδιο το ελληνικό μπάσκετ. Ο Γιαννάκης είναι σύμβολο. Επιτρέπει ταύτιση, ξυπνά μνήμες, δημιουργεί συναγερμούς, σε πείθει πως μόνο αυτός μπορεί να τα καταφέρει στα δύσκολα. Αυτά άλλωστε γουστάρει. Και μαζί του θα συστρατευτεί κι ο κόσμος του Αρη: η χρονιά του Δράκου είναι κομβική για την συνέχεια της ιστορίας του μεγάλου συλλόγου.
Οι άνθρωποι και οι αξίες
Ο Γιαννάκης γύρισε στον Αρη με τα μαλιά γκρίζα αλλά πάντα με το βλέμμα του σκληρού δουλευτερά. Θα τα καταφέρει; Στον αθλητισμό δεν υπάρχουν βεβαιότητες και συχνά δεν αρκούν οι καλύτερες προθέσεις. Από την άλλη ο ορισμός της επιτυχίας είναι κατά περίπτωση διαφορετικός – και ευτυχώς. Ο Αρης είναι γεμάτος νέα παιδιά που μπορούν στα χέρια του να γίνουν άντρες: αυτό από μόνο του θα ήταν κάτι σπουδαίο.
Ο Γιαννάκης δεν πήγε στη Θεσσαλονίκη για να κερδίσει τίτλους και πρωταθλήματα: πήγε για να πάρει στα στιβαρά χέρια του το τιμόνι και να βγάλει τον Αρη από την καταιγίδα που μοιάζει να έχει μπροστά του. Αλλά αυτό είναι η μια διάσταση της ιστορίας: αυτή που έχει να κάνει με τον Αρη.
Η άλλη είναι η ίδια η επιστροφή του, η νέα επιλογή ζωής, η καινούργια απόδειξη πως μιλάμε για ένα μεγάλο Ανθρωπο του ελληνικού μπάσκετ. Η ανατριχίλα που θα νοιώθει φέτος κάθε μπασκετόφιλος που θα ακούει το Αλεξάνδρειο να τραγουδά για το Γιαννάκη είναι κάτι σπάνιο. Είναι μια στιγμή ανανέωσης της αγάπης μας για το ίδιο το σπορ, η στιγμή που συνειδητοποιείς κάτι που έχει ξεχάσει ο ίδιος ο Βασιλακόπουλος π.χ, δηλαδή ότι το σπορ είναι οι άνθρωποι και οι αξίες τους.
karpetshow.g