Ο αρχαιότερος κοινός γενετικός πρόγονος των σύγχρονων ανδρών, ο λεγόμενος και «γενετικός Αδάμ», έζησε πριν από 174.000 έως 321.000 χρόνια, με πιθανότερη ημερομηνία τα 239.000 χρόνια, σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις, που βασίζονται σε μια μεγάλη γενετική ανάλυση.
Η γενετική ανάλυση δείχνει ότι ο γενετικός (ή χρωμοσωμικός-Υ) Αδάμ ζούσε περίπου την ίδια εποχή με τη γενετική (ή μιτοχονδριακή) Εύα, την τελευταία γυναίκα από την οποία προέρχεται το μιτοχονδριακό DNA όλων των σημερινών γυναικών και η οποία εκτιμάται ότι έζησε πριν από περίπου 200.000 χρόνια.
Οι προηγούμενες εκτιμήσεις για τον γενετικό Αδάμ τον τοποθετούσαν έως προ 500.000 ετών, μια χρονολόγηση που δημιουργούσε μεγάλη απόκλιση με τη γενετική Εύα.
Αυτή η έρευνα κάλυψε δειγματοληπτικά τον πληθυσμό της Ισλανδίας. Πρόκειται για την μεγαλύτερη γενετική μελέτη που έχει γίνει ποτέ σε έναν πληθυσμό και βοηθά στο να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Μεταξύ άλλων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι όχι μόνο η ανθρώπινη εξέλιξη συνεχίζεται στις ημέρες μας, αλλά είναι ταχύτερη από ό,τι θεωρείτο.
Αυτό προκύπτει από το ότι η νέα χρονολόγηση του γενετικού Αδάμ τον φέρνει περίπου 100.000 χρόνια πιο κοντά στην εποχή μας. Συνεπώς, με δεδομένο ότι έχει μεσολαβήσει η σημερινή γενετική ποικιλομορφία της ανθρωπότητας, αυτό σημαίνει πως καθ” όλο αυτό το χρονικό διάστημα η εξέλιξη των ανθρώπων γίνεται με ταχύτερο ρυθμό από τον έως τώρα εκτιμώμενο.
Η έρευνα, που παρουσιάστηκε χωρισμένη σε αρκετές επιμέρους μελέτες στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», διεξήχθη από τη διεθνώς γνωστή ιδιωτική ισλανδική εταιρεία γενετικής deCODE, σύμφωνα με το «Science», τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τη βρετανική «Γκάρντιαν».
Διευκρινίζεται -προς αποφυγή παρανόησης- ότι οι γενετικοί Αδάμ και Εύα δεν έχουν σχέση με τους (υποτιθέμενους) ομώνυμους βιβλικούς πρώτους ανθρώπους
καθώς δεν ήσαν οι μοναδικοί πρόγονοί μας που ζούσαν τότε, πριν από 200.000 έως 250.000 χρόνια. Ήσαν, όμως, οι τελευταίοι γενετικά κοινοί πρόγονοί μας, αν και θεωρείται απίθανο ότι συναντήθηκαν ποτέ οι δυο τους, συνεπώς ούτε διασταυρώθηκαν.
Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι αρκετοί σημερινοί άνθρωποι (γύρω στο 8% του πληθυσμού) είναι υγιείς, παρόλο που έχουν τουλάχιστον ένα γονίδιο που δεν «δουλεύει» καθόλου. Εκτιμάται ότι έχει χαθεί η λειτουργικότητα άνω των 1.100 γονιδίων από τα περίπου 21.000 που συνολικά διαθέτουν οι άνθρωποι. Αυτά τα γονίδια που η εξέλιξη έχει βγάλει «νοκ άουτ», τελικά φαίνεται πως δεν είναι ζωτικά για τον άνθρωπο.
Ακόμα, η έρευνα έφερε στο φως νέους άγνωστους έως τώρα γενετικούς παράγοντες κινδύνους για διάφορες ασθένειες, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ.