Ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται η φιλοσοφία από τον Μεσαίωνα ως το τέλος της Κλασικής εποχής παρουσιάζει ενδιαφέρον, απόλυτα αλλά και συγκριτικά, στον βαθμό που διαφέρει από τη διδασκαλία της φιλοσοφίας τόσο στην Αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή.
Η ιδιαιτερότητα των μορφών διδασκαλίας στον Μεσαίωνα καθορίζεται από το γεγονός ότι η φιλοσοφία είναι υποταγμένη στη θεολογία. Μεταξύ του 9ου και του 15ου αιώνα οι βασιλείς και οι πάπες δημιουργούν στην Ευρώπη διάφορους τύπους διδακτικών θεσμών, με σκοπό να μορφώσουν διανοητές στο πλαίσιο του θεσμού της Εκκλησίας.
Για τον λόγο αυτόν φτιάχνονται ποικίλες μοναστικές και επισκοπικές σχολές και τον 13ο αιώνα ιδρύονται τα πρώτα πανεπιστήμια. Το πανεπιστήμιο αποτελεί συντεχνία δασκάλων, η οποία απονέμει διπλώματα και τίτλους που επιτρέπουν στους μαθητές να διδάξουν με τη σειρά τους, αφού ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.
Ολη η διδασκαλία των μεσαιωνικών σχολών και πανεπιστημίων, η οποία και ονομάστηκε Σχολαστική, στηρίζεται στην ανάγνωση (lectio) των κανονιστικών κειμένων, όπως είναι η Βίβλος. Ο διδάσκων είναι ο λέκτωρ, δηλαδή ο αναγνώστης. Πώς ορίζεται το αντικείμενο της ανάγνωσής του; Στη θεολογική σχολή, που είναι η ανώτερη στην ιεραρχία, το αντικείμενο είναι, βεβαίως, η Αγία Γραφή. Υπάρχουν όμως επίσης βιβλία γραμματικής, ρητορικής και διαλεκτικής.
Ο δάσκαλος διαβάζει το κείμενο και το σχολιάζει αράδα προς αράδα. Οι σχολιασμοί του καταγράφονται είτε στο ίδιο το βιβλίο, ως σημειώσεις στο περιθώριο ή στο διάστιχο μεταξύ των γραμμών, είτε σε ανεξάρτητα βιβλία, τα γλωσσάρια. Ωστόσο η ανάγνωση και ο σχολιασμός αποτελούν μόνο την πρώτη φάση της διδασκαλίας. Ακολουθεί η φάση της έκθεσης (expositio) και της εξήγησης του νοήματος. Οπωσδήποτε η εξήγηση αναφέρεται σε εγγυημένες απόψεις της αυθεντίας, δηλαδή των αρχαίων φιλοσόφων ή των Πατέρων της Εκκλησίας.
Εδώ επίσης διακρίνονται τρία επίπεδα εξήγησης: το επίπεδο του γράμματος, το επίπεδο του άμεσου νοήματος και το επίπεδο του βαθέος νοήματος, στο οποίο φθάνει ο δάσκαλος ύστερα από επιχειρηματολογία.
Εφόσον ολοκληρωθούν ο σχολιασμός και η εξήγηση, έρχεται η ώρα της ερώτησης ή της αναζήτησης (quaestio). Οταν ανάμεσα σε δύο αυθεντίες ή σε δύο ερμηνείες υπάρχει κάποια σοβαρή αντίθεση, τότε ο διδάσκων θέτει ερωτήματα και επιχειρεί να απαντήσει. Υπό την έννοια αυτή, η ερώτηση τίθεται όταν και οι δύο αντίθετες θέσεις φαίνεται να αποτελούν αληθή πρόταση. Ιστορικά, το στάτους της ερώτησης γίνεται όλο και σημαντικότερο, ως τη στιγμή που (τον 13ο αιώνα) αποσπάται από το κείμενο και καθίσταται ο κανόνας της ερμηνείας. Ακριβώς με την εξέλιξη αυτή η quaestio προσφέρει μια επεξεργασία την οποία δεν προέβλεπε καθόλου το ίδιο το κείμενο.
Με αυτόν τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για την ερωτηματική αμφισβήτηση (disputatio) κάθε πρότασης, ακόμη και της ασφαλέστερης. Τον 13ο και τον 14ο αιώνα οι «αμφισβητήσεις» κωδικοποιούνται και καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση στα κείμενα σημαντικών δασκάλων, όπως ο Θωμάς Ακινάτης. Σε ορισμένες μάλιστα σχολές διοργανώνονται τακτικοί αγώνες συζήτησης, κάτι σαν τουρνουά επιχειρηματολογίας, με αντιπάλους διαγωνιζόμενους μαθητές και καθιερωμένους δασκάλους ως διαιτητές. Η εξάπλωση της disputatio οφείλει πολλά στη διάδοση της φιλοσοφικής παιδείας της Αρχαιότητας στον Μεσαίωνα.
Πρόκειται για την αναβίωση της διαλεκτικής τεχνικής που είχε επεξεργαστεί ο Αριστοτέλης, διακρίνοντας την απορία (έκθεση του προβλήματος), τα ένδοξα (έλεγχος των αντιφατικών θέσεων) και την ευπορία (λύση της απορίας).
Ο θεσμός των κολεγίων
Στην Αναγέννηση οι περισσότεροι από τους καθηγητές που διδάσκουν φιλοσοφία, παρ’ όλο που συμφωνούν και καταγγέλλουν τις υπερβολές της Σχολαστικής και τις λεπτολογίες του μεσαιωνικού φιλοσοφικού λόγου, παραμένουν δέσμιοι των παραδόσεων της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.
Ενώ το πρόγραμμα της γραμματικής εμφανίζεται ριζικά ανανεωμένο, το πρόγραμμα της φιλοσοφίας ακολουθεί τους τρόπους διδασκαλίας και εκμάθησης που κυριαρχούσαν στα πανεπιστήμια του Μεσαίωνα. Παράλληλα, στις αρχές του 16ου αιώνα εμφανίζονται καινούργιοι θεσμοί που αναλαμβάνουν τις σπουδές, ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι τα κολέγια.
Το κολέγιο είναι εκπαιδευτικός θεσμός που αναπτύσσεται κυρίως στη Γαλλία, αλλά διαδίδεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία. Η φιλοσοφία διδάσκεται μόνο σε όσα κολέγια διατηρούν πλήρη κύκλο σπουδών, ενώ οι μαθητές δεν μπορούν να παρακολουθήσουν μαθήματα φιλοσοφίας αν δεν έχουν δοκιμαστεί σε εξετάσεις που πιστοποιούν τις γνώσεις τους στη γραμματική, στα κλασικά γράμματα, στη ρητορική και, βεβαίως, στα λατινικά.
Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα το δίκτυο των κολεγίων εξαπλώνεται πολύ, υπό την επίδραση διαφόρων παραγόντων, όπως είναι η ανάπτυξη των γραμμάτων, η θρησκευτική μεταρρύθμιση και οι μορφωτικές απαιτήσεις της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η εξάπλωση αυτή δεν ανταποκρίνεται σε ένα γενικότερο κρατικό σχέδιο, αλλά κυρίως σε πρωτοβουλίες μαικηνών (πλούσιων ιερωμένων και ευγενών) ή ορισμένων τοπικών αρχών.
Από την άλλη μεριά, σε όλη τη διάρκεια της Αναγέννησης ως και το τέλος της Κλασικής εποχής οι θρησκευτικές κοινότητες επιθυμούν να αναλάβουν τη μόρφωση των νέων, με στόχο να πετύχουν την καθοδήγηση των συνειδήσεων. Η σύγκρουση Εκκλησίας και Κράτους είναι σφοδρή και έχει επίκεντρο τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
Στη Γαλλία, ήδη από το 1540, οι προτεστάντες κατορθώνουν να παρεισφρήσουν σε κάποια κολέγια. Εξαιτίας της αντίδρασης που συναντούν εκ μέρους των καθολικών αρχών, αναγκάζονται να αποσυρθούν και να ιδρύσουν τα δικά τους κολέγια, στα οποία διδάσκεται ένας κύκλος φιλοσοφικών μαθημάτων.
Παράλληλα το τάγμα των Ιησουιτών ιδρύει το πρώτο του κολέγιο το 1556, ενώ στο τέλος του αιώνα ελέγχει 30 κολέγια. Επίσης άλλα σημαντικά θρησκευτικά τάγματα, όπως οι Ορατοριανοί, οι Δομινικανοί και οι Βενεδικτίνοι, δημιουργούν και διοικούν πλήθος κολεγίων, με αποτέλεσμα τα δύο τρίτα των τμημάτων όπου διδάσκεται η φιλοσοφία να βρίσκονται στα χέρια του κλήρου, τόσο στον 17ο αιώνα όσο και σε μεγάλο μέρος του 18ου.
Η αναλογία μεταβάλλεται ύστερα από το κλείσιμο των κολεγίων των Ιησουιτών το 1762. Η σημαντική αυτή απόφαση, σύμπτωμα της αντίδρασης μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης εναντίον της χειραγώγησης των νέων από την Εκκλησία, προκαλεί την εμφάνιση μεταρρυθμιστικών σχεδίων, με κοινό στόχο τον εκκοσμικευμένο χαρακτήρα της διδασκαλίας. Η όλη προσπάθεια προσκρούει στην αντίθεση του κλήρου και στη δυσκολία να βρεθεί επαρκής αριθμός ικανών καθηγητών.
Παρά ταύτα η φιλοσοφία διδάσκεται από μη κληρικούς καθηγητές περίπου στα μισά από τα κολέγια τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, χάρη στην οποία θα κριθεί οριστικά υπέρ του κράτους η διαμάχη μεταξύ Εκκλησίας και κρατικής εξουσίας για την ιδεολογική ηγεμονία στη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
Η ανατροπή της διδασκαλίας
Τέλος, σε όλη την περίοδο από τον 16ο ως και τον 18ο αιώνα η αξία που αποδίδεται στη διδασκαλία της φιλοσοφίας δεν παραμένει σταθερή. Στην Αναγέννηση η φιλοσοφία χαίρει εκτίμησης και γενικώς θεωρείται ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές πρέπει να επισφραγίζονται με γερή φιλοσοφική κατάρτιση. Η σημασία των φιλοσοφικών σπουδών είναι και οικονομική, επειδή αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε προσοδοφόρες σταδιοδρομίες. Κατά συνέπεια τα τμήματα της φιλοσοφίας πληθαίνουν, καθώς προσελκύουν σημαντικό αριθμό νέων. Ταυτοχρόνως όμως παγιώνεται ένας αποστεωμένος τρόπος διδασκαλίας, ο οποίος οδηγεί σταδιακά στην απογοήτευση των μαθητών που σπουδάζουν φιλοσοφία. Ετσι, καθώς προχωράει η Κλασική εποχή, η τάση αντιστρέφεται. Προς τα τέλη του 17ου αιώνα διαπιστώνεται μια σταδιακή απαξία των φιλοσοφικών σπουδών, η οποία συμβαδίζει με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Από την άποψη αυτή, ασφαλώς και δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Εγκυκλοπαιδιστές καταγγέλλουν τη διδασκαλία στα κολέγια. Η Επανάσταση βρίσκεται προ των πυλών: όλα πρέπει να αλλάξουν, μαζί τους και η διδασκαλία της φιλοσοφίας. *